slider

23 Μαρ 2013

M48 Patton


Άρμα Μάχης Μ-48

Το Μ48 Patton είναι ένα μέσο άρμα μάχης Αμερικανικής προέλευσης, που βρέθηκε σε υπηρεσία πολλών ΝΑΤΟϊκών και άλλων στρατών τις προηγούμενες δεκαετίες, ενώ συνεχίζει να υπηρετεί σε αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.


Οι αρχικές εκδόσεις έφεραν πυροβόλο 90mm ενώ οι μεταγενέστερες πυροβόλο 105mm. Έχει θωράκιση ομοιογενούς χάλυβα πάχους 120mm, και βάρος 50τόνων. Μέγιστη ταχύτητα επί οδού 48 χλμ/ώρα. Ήταν το πρώτο Patton με πλήρωμα 4 ατόμων (αντί 5).


H παραγωγή του άρματος M-48 άρχισε το 1952 και οι πρώτες παραδόσεις στον Αμερικανικό στρατό έγιναν τον επόμενο χρόνο. H αρχική παραλλαγή διέθετε βενζινοκινητήρα και πυροβόλο των 90χιλ. και τo άρμα στη μορφή αυτή υπηρέτησε σε πολλούς στρατούς, μεταξύ των οποίων και ο Ελληνικός. Σύντομα έγινε επιτακτική η ανάγκη για αναβάθμιση των δυνατοτήτων του άρματος, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στο σύγχρονο θέατρο επιχειρήσεων και να επιχειρεί με τα άρματα νέας γενιάς. Έτσι δημιουργήθηκαν διάφορες παραλλαγές του άρματος με βελτιωμένα χαρακτηριστικά, οι σπουδαιότερες από τις οποίες ήταν η A3 και A5.


Η έκδοση Α3 διέθετε πολλές και σημαντικές βελτιώσεις, από τις οποίες η πιο σημαντική ήταν ο νέος δωδεκακύλινδρος πετρελαιοκινητήρας Continental AVDS-1790 (που απέδιδε 750 ίππους στις 2.400 στροφές/λεπτό) και η αντικατάσταση του συστήματος ελέγχου πυρός. Ακολούθησε η παραλλαγή A5 που εκτός από τις παραπάνω βελτιώσεις περιελάμβανε και την αντικατάσταση του πυροβόλου M41 των 90mm με το M68 των 105mm, δηλαδή το πυροβόλου L7 κατά την αμερικανική ορολογία. Στο κιτ εκσυγχρονισμού περιλαμβάνονταν και νέα πέλματα ερπύστριας καθώς και συζυγές πολυβόλο M-60D των 7,62mm. Το νέο άρμα μάχης αποτέλεσε τη μέση λύση για πολλούς στρατούς που δεν διέθεταν τα τεράστια κονδύλια για την απόκτηση νέων αρμάτων, μεταξύ των οποίων και ο Ελληνικός Στρατός.


Ιστορία

Το Μ48 προέρχεται από την οικογένεια των αρμάτων Patton, που ξεκίνησε με το Μ26 στα τέλη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Αναπτύχθηκε ως αντικαταστάτης του M47 Patton, το οποίο υπέφερε από προβλήματα αξιοπιστίας, έχοντας έναν εντελώς νέο πύργο, βελτιωμένη ανάρτηση και ανασχεδιασμένο σκάφος.


Το πρωτότυπο παρουσιάστηκε το 1951, και από το 1952 ξεκίνησε η μαζική παραγωγή η οποία απέδωσε ως το 1959 (οπότε και το νέοΜ60 Patton τέθηκε σε παραγωγή) συνολικά περίπου 12.000 κομμάτια.

Βασικές Εκδόσεις

Μ48: Η αρχική έκδοση του άρματος
Μ48Α1: Νέα θυρίδα για τον οδηγό, και νέος πυργίσκος για τον αρχηγό, που επιτρέπει την επαναγέμιση του πολυβόλου Μ2 μέσα από τον πύργο
Μ48Α2: Νέος κινητήρας και βελτιωμένη ανάρτηση
Μ48Α3: Μ48Α1 με νέο κινητήρα και βελτιωμένο σύστημα ελέγχου πυρός
Μ48Α4: Μ48Α3 με πύργο από Μ60
Μ48Α5: Πυροβόλο 105mm


Επιχειρησιακή Δράση

Το Μ48 αποτέλεσε το κύριο άρμα μάχης αρκετών στρατών, και συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις. Το Μ48 υπηρέτησε στο Βιετνάμ με τον στρατό των ΗΠΑ. Πολέμησε επίσης και στους αραβοϊσραηλινούς πολέμους του 1967 και του 1973, με τους στρατούς του Ισραήλ και της Ιορδανίας, ενώ σημαντική δράση είδε με τον στρατό του Πακιστάν, κατά τους Ινδοπακιστανικούς πολέμους του 1965 και του 1971. Τέλος το Μ48 χρησιμοποιήθηκε και από τον τουρκικό στρατό (από την 5 τεθωρακισμένη ταξιαρχία) κατά τη εισβολή στην Κύπρο το 1974.


Ελληνική Υπηρεσία

Τα Μ48 παραλήφθηκαν για πρώτη φορά από τον Ελληνικό Στρατό τον Σεπτέμβριο του 1963 στα πλαίσια της Αμερικανικής βοήθειας. Αποκτήθηκαν συνολικά πάνω από 1.300 κομμάτια από τις ΗΠΑ και την Δυτική Γερμανία. Το 1990 ο ΕΣ αποφάσισε να αναβαθμίσει 400 Μ48Α5 με το σύστημα MOLF, ο πυρήνας του οποίου είναι το Σύστημα Ελέγχου Πυρός EMES-18, που αναπτύχθηκε για τα Λέοπαρντ 1Α5, το οποίο αναβαθμίζει κατακόρυφα τις δυνατότητες του άρματος. Τα Μ48Α5 MOLF συνεχίζουν να υπηρετούν στον Ελληνικό Στρατό, ενώ οι παλαιότεροι τύποι έχουν πλέον αποσυρθεί.


Ελληνικό Πρόγραμμα Αναβάθμισης

Στις αρχές τις δεκαετίας του '80 διάφορες εταιρίες κατασκευής συστημάτων ελέγχου πυρός άρχισαν να προσφέρουν τα συστήματά τους για τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό των M-48. Την ίδια εποχή, ο ελληνικός στρατός τέλειωνε το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των M-48 και παράλληλα αναζητούσε τρόπους αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των αρμάτων AMX-30. Το σχετικό πρόγραμμα προέβλεπε την μετατροπή 525 αρμάτων M-48 στο επίπεδο M-48A5, ωστόσο ο τελικός αριθμός των εκσυγχρονισμένων αρμάτων δεν ξεπέρασε τα 325 και τα υπόλοιπα να παρέμειναν στο επίπεδο A3. H δύναμη αυτή των αρμάτων συμπληρώθηκε το 1989 με 300 επιπλέον άρματα M-48A5 που αποκτήθηκαν από την αμερικανική εθνοφρουρά.


Οι προτεινόμενοι εκσυγχρονισμοί για τα άρματα Μ-48Α3 κρίθηκαν απαγορευτικοί ως προς το κόστος και το πρόγραμμα τελικά τελικά εγκαταλείφθηκε. Μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου εξετάστηκε σαν εναλλακτική λύση ο εκσυγχρονισμός των υπαρχόντων M-48A5 και ενεργοποιήθηκε ένας διαγωνισμός για τον εκσυγχρονισμό 200 αρχικά αρμάτων που θα μπορούσε να επεκταθεί σε 400. Έτσι, το άρμα μάχης M-48A5 MOLF αποτελεί αναβάθμιση των παλαιότερων τύπων Μ-48Α5 με την εγκατάσταση ενός νέου συστήματος ελέγχου πυρός, την οποία ανέλαβε (μαζί με τις αναγκαίες μετατροπές στον πύργο και στο σκάφος του άρματος) το 304 ΠΕΒ. Ο συνολικός αριθμός των εκσυγχρονισμένων αρμάτων έφθασε τα 400.


Πρόγραμμα αναβάθμισης σε M-48A5 MOLF

Τα στάδια μετατροπής του άρματος είναι τα ακόλουθα:
Πλήρης ανακατασκευή του άρματος
Προετοιμασία του πύργου από τον οποίο αφαιρούνται όλες οι παλιές βάσεις
O πύργος υφίσταται συγκεκριμένες μηχανουργικές κατεργασίες υψηλής ακριβείας για την τοποθέτηση των νέων συστημάτων
Εγκαθίστανται οι νέες βάσεις που θα μπούν τα απάρτια του συστήματος MOLF όσο και τα παραμένοντα απάρτια, καθώς το άρμα διατηρεί και το παλιότερο σύστημα ελέγχου πυρός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση ανάγκης
O πύργος βάφεται
Εγκατάσταση του ηλεκτροϋδραυλικού συστήματος
Τοποθετούνται οι ηλεκτρονικές μονάδες των ΣΕΠ
Αρχίζει η διαδικασία των λειτουργικών ελέγχων που διαρκούν αρκετές μέρες
Tοποθετείται ο πύργος επί του σκάφους
Συμπληρωματικοί έλεγχοι που συνεχίζονται και στο στίβο δοκιμών όπου ελέγχεται το σύστημα σταθεροποίησης
Γίνονται οι συγκλήσεις για να διαπιστωθεί ότι το άρμα βρίσκεται εντός προδιαγραφών
Εκτέλεση βολών και προώθηση στη μονάδα


Το MOLF είναι ένα σύστημα ελέγχου πυρός για άρματα μάχης που αναπτύχθηκε και κατασκευάζεται από τη γερμανική εταιρία ATLAS ELEKTRONIK. Αποτελεί παραλλαγή των δοκιμασμένων συστημάτων EMES 18 και EMES 15 που εξοπλίζουν τα άρματα Leopard 1 και Leopard 2 αντίστοιχα. Αποτελείται από σπονδυλωτά υποσυστήματα και η φιλοσοφία του βασίζεται στη δυνατότητα ριζικής αναβάθμισης των δυνατοτήτων ενός άρματος στον τομέα του ελέγχου πυρός. Δίνει δυνατότητα βολής εναντίον στατικών ή κινούμενων στόχων, ενώ το άρμα που το φέρει μπορεί να είναι σε στάση ή να κινείται, με επιπλέον επιλογή χρησιμοποίησης την ημέρα ή τη νύκτα. Το σύστημα εξασφαλίζει μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας με την πρώτη βολή, ακόμα και αν το άρμα είναι υπό κλίση και οι περιβαλλοντικές συνθήκες είναι αντίξοες.


Κατά τις δοκιμές που έγιναν από τον ελληνικό στρατό, η πιθανότητα πλήγματος με την πρώτη βολή φτάνει το 98%, ενώ εξίσου σημαντικό μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι η πλήρης μεταμόρφωση του άρματος γίνεται επί ελληνικού εδάφους στο 304 ΠΕΒ. Παράλληλα, η κατασκευή ενός σημαντικού μέρους των ηλεκτρονικών έγινε στην Ελλάδα από την ECON Electronics και εξασφαλίζει ακόμα μεγαλύτερη δυνατότητα εγχώριας υποστήριξης. Τέλος, το σύστημα MOLF διαθέτει κατά 80% κοινά μέρη με το σύστημα EMES 18 που εξοπλίζει τα άρματα Leopard 1Α5GR και αποτελεί ένα σημαντικό πολλαπλασιαστή δύναμης του αρματικού δυναμικού.




M48 Patton

The M48 Patton is a medium tank that was designed in the United States. It was the third and final tank to be officially named after General George S. Patton, commander of the U.S. Third Army during World War II and one of the earliest American advocates for the use of tanks in battle It was a further development of the M47 Patton tank. The M48 Patton served as an interim tank in U.S. service until replaced by the U.S. Army's first main battle tank (MBT), the M60. The M48 served as the U.S. Army and Marine Corps's primary battle tank during the Vietnam War. It was widely used by U.S. Cold War allies, especially other NATO countries.


The M48 Patton tank was designed to replace the previous M47 Pattons andM4 Shermans. Although largely resembling the M47, the M48 Patton was a completely new tank design. Some M48A5 models served well into the 1980s with American forces, and many various M48 Patton models remain in service in other countries. The M48 was the last U.S. tank to mount the 90 mm tank gun, with the last model, the M48A5, being upgraded to carry the new standard weapon of the M60, the 105mm gun.


The Turkish Army is the largest operator of the modernized M48 MBT, with more than 1,400 M48s in its inventory (around 1,000 have been phased out/in storage or modified to ARVs).

History

On 27 February 1951, OTCM #33791 initiated the design of the new tank, designated the 90mm Gun Tank T-48 (the prefix letter "T" would be replaced by the prefix "X" beginning with the M60 series tank). A deeper modernization than the M46 and the M47, the M48 featured a new turret, new redesigned hull, and an improved suspension. The hull machine gunner position was removed, reducing the crew to 4. It was essentially a new tank. On 2 April 1953, the Ordnance Technical Committee Minutes (OTCM) order #34765 standardized the last of the Patton series tanks as the 90mm Gun Tank M48 Patton.


Nearly 12,000 M48s were built from 1952 to 1959. The early designs, up to the M48A2C's, were powered by a gasoline 12-cylinder engine which was coupled with an auxiliary 8-cylinder engine (called the "Little Joe"). The gasoline engine gave the tank a short operating range and were prone to catching fire when hit. This version was considered unreliable but numerous examples saw combat use in various Arab-Israeli conflicts.


They also were prone to fire when the turret was penetrated and the hydraulic lines ruptured spewing hydraulic fluid (nicknamed "cherry juice" because of its red color) at high pressure into the crew compartment resulting in a fireball. The flashpoint was too low, less than 300 F, causing many burns and deaths to crew members. Beginning in 1959, most American M48s were upgraded to the M48A3 model which featured a diesel power plant. M48s with gasoline engines, however, were still in use in the US Army through 1968 and through 1975 by many West German Army units including the 124th Panzer Battalion.


M48A3

In February 1963, the US Army accepted its first of 600 M48 Patton tanks that had been converted to M48A3's, and by 1964, the US Marine Corps had received 419 Patton tanks. The A3 model introduced the diesel engine, countering the earlier versions' characteristic of catching fire. These Pattons were to be deployed to battle in Vietnam. Because all M48A3 tanks were conversions from earlier models, many characteristics varied among individual examples of this type. M48A3 tanks could have either 3 or 5 support rollers on each side and might have either the early or later type headlight assemblies.


M48A5

In the mid-1970s, the M48A5 upgrade was developed to allow the vehicle to carry the heavier 105 mm gun. This was designed to bring the M48s up to speed with the M60 tanks then in regular use and to simplify ammunition logistics. Most of the M48s were placed into service with reserve units by this time.


By the mid-1990s, the M48s were phased out of U.S. service. Many foreign countries, however, continued to use the M48 models.

Combat Service

Vietnam


The M48s saw extensive action during the Vietnam War, over 600 Pattons would be deployed with US Forces during the war. The initial M48s landed with the US Marine 1st and 3rd Tank Battalions in 1965; the Marine 5th Tank Battalion would later become a reinforcement unit. Remaining Pattons deployed to South Vietnam were in three U.S. Army battalions, the 1-77th Armor near the DMZ, the 1-69th Armor in the Central Highlands, and the 2-34th Armor near the Mekong Delta. Each battalion consisted of approximately fifty seven tanks. M48s were also used by Armored Cavalry Squadrons in Vietnam, until replaced by M551 Sheridan Armored Reconnaissance Airborne Assault Vehicles (ARAAV) in the Divisional Cavalry Squadrons. M48A3 tanks remained in service with the 11th Armored Cavalry Regiment until the unit was withdrawn. The M67A1 flamethrower tank (nicknamed the Zippo) was an M48 variant used in Vietnam.


The M48 Patton has the distinction of playing a unique role in an event that was destined to radically alter the conduct of armored warfare. When US forces commenced redeployment operations, many of the M48A3 Pattons were turned over to the Army of the Republic of Vietnam (ARVN) forces, in particular creating the ARVN 20th Tank Regiment; which supplemented their M41 Walker Bulldog units. During the North Vietnamese Army (NVA) Easter Offensive in 1972, tank clashes between NVA T-54/PT-76 and ARVN M48/M41 units became commonplace. But on 23 April 1972, tankers of the 20th Tank Regiment were attacked by an NVA infantry-tank team, which was equipped with the new 9M14M Malyutka (NATO designation: Sagger) wire guided anti-tank missile. During this battle, one M48A3 Patton tank and one M113 Armored Cavalry Assault Vehicle (ACAV) were destroyed, becoming the first losses to the Sagger missile; losses that would echo on an even larger scale a year later during the Yom Kippur War in the Middle East in 1973.


The M48s performed admirably in Vietnam in the infantry-support role. However, there were few actual tank versus tank battles. One was between the US 1-69th Armor and PT-76light amphibious tanks of the NVA 202nd Armored Regiment near Ben Het in 1969. The M48s provided adequate protection for its crew from small arms, mines, and rocket-propelled grenades. South Vietnamese M48s and M41s fought in the so-called Ho Chi Minh Offensive in 1975.


In several incidents, the South Vietnamese Army successfully defeated NVA T-34and T-55 tanks and even slowed the North's offensive. However since the United States Congress passed bans on the transfer of fuel and ammunition to South Vietnam, the American-made tanks were soon out of ammunition and fuel and were abandoned to the North Vietnamese Army in 1975 which put them in predictably short service of the Vietnamese People's Army after the war ended in May 1975.


M48s, alongside Australian 20 pounder (84mm) gunned Centurions of the 1st Armoured Regiment, were the only vehicles in Vietnam that could reasonably protect their crews from land mines. They were often used for minesweeping operations along Highway 19 in theCentral Highlands, a two lane paved road between An Khe and Pleiku. Daily convoys moved both ways along Highway 19. These convoys were held up each morning while the road was swept for mines. At that time, minesweeping was done by soldiers walking slowly over the dirt shoulders of the highway with hand-held mine detectors.


During this slow process, convoys would build up into a dangerously inviting target for the enemy. As a result a faster method was improvised, the"Thunder Run", in which one M48 lined up on each side of the road, with one track on the dirt shoulder and the other track on the asphalt; then with all guns firing, they raced to a designated position miles away. If the M48s made it without striking a mine, the road was clear and the convoys could proceed. In most cases, an M48 that struck a land mine in these operations only lost a road wheel or two in the explosion; seldom was there any hull damage which would be considered "totaling" the tank.


Indo-Pakistani Wars
M47s and M48s were again used in tank warfare by the Pakistan Army against Indian Army's Centurion and M4 Sherman tanks in theIndo-Pakistani War of 1965 with some good results. In the Rann of Kutch the tanks proved surprisingly nimble in marshy terrain, and Pakistani forces drove back Indian attacks. In Kashmir and Punjab, the tank had its first real test. During Operation Grand Slam, Pakistani tank forces broke through the Indian lines very quickly, and defeated armored counterattacks. The Pakistanis used approximately a division worth of tanks though not all were Pattons. The Patton failed to live up to expectations in the Battle of Asal Uttar, where about 97 Pakistani tanks were lost, the majority of them being Pattons. Later the tank was the main Pakistani tank at theBattle of Chawinda and its performance at that battle was deemed satisfactory.


The Patton was later used by Pakistan in the Indo-Pakistani War of 1971, with mixed results. In a repetition of 1965, Pattons spearheaded the Pakistani advance through Chamb, and the Patton was the main Pakistani tank at Shakarghar. In the latter battle, a brigade of tanks (the Changez Force) successfully resisted the Indian advance, in a repeat of Chawinda. However, in what became known as Pakistan's Charge of the Light Brigade, a counterattack led by 13th Lancers and 31st Cavalry was mauled by the Indian 54th Division around Battle of Barapind. India later set up a war memorial named "Patton Nagar" ("Patton City") in Khemkaran District, where the captured Pakistani Patton tanks are displayed.


Analyzing their performance, the Pakistani Army held that the Patton was held in reasonably high esteem by both sides and that tactics were to blame for the debacle at Asal Uttar. However, a U.S. study of the battles in South Asia concluded that the Patton's armor could in fact be penetrated by the 20 pounder gun (84 mm) of the Centurion as well as the 75 mm gun of the AMX-13.


Middle East

M48s were also used with mixed results during the 1967 Six-Day War. On the Sinai front, Israeli M48s up-gunned with 105 mm L7 rifled guns were used with success against Egyptian T-34s and SU-100s supplied by the Soviet Union in the second battle of Abu-Ageila. However, on the West Bank front, Jordanian M48s were often defeated by Israeli WWII-era M4 Shermans (M-51s up-gunned with 105 mm guns). In pure technical terms the Pattons were far superior to the Shermans, with shots at more than 1,000 meters simply glancing off the M48s' armor; However the 105 mm gun of the Israeli Shermans fired a HEAT round designed to defeat the T-62 tankwhich was the Soviet response to the M48's successor in US service, the M60. The Jordanian Pattons' failure on the West Bank could also be attributed to Israeli air superiority. The Israeli Army captured about 100 Jordanian M48 and M48A1 tanks and pressed them into service in their own units after the war.


M48s were used by the Lebanese Army, the Christian Lebanese Forces militia, the Druze Progressive Socialist Party militia and theSouth Lebanon Army in the Lebanese Civil War. The Lebanese Army still operates about 100 M48s. In 2007, during the 2007 North Lebanon conflict Lebanese Army M48s shelled militant outposts in a refugee camp.


Together with the M47, M48 tanks were used by the Turkish Armed Forces during the Turkish invasion of Cyprus in 1974. The Turkish occupation forces continue to use M48 tanks today.











19 Μαρ 2013

Northrop F-5

Northrop F-5

Το Northrop F-5 είναι ένα ελαφρύ υπερηχητικό μαχητικό αεροσκάφος, σχεδιασμένο από την Αμερικανική Northrop στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Εκατοντάδες παραμένουν σε υπηρεσία σε αεροπορικές δυνάμεις σε ολόκληρο τον κόσμο και ο τύπος αποτέλεσε την βάση για την ανάπτυξη άλλων αεροσκαφών. Η παραγωγή του αεροσκάφους τερματίστηκε το 1987.


Σχεδίαση και εξέλιξη

Η ανάπτυξη του αεροσκάφους ξεκίνησε ως μια αυτοχρηματοδοτούμενη προσπάθεια της Northrop την δεκαετία του 1950. Το F-5 Freedom Fighterμπήκε σε υπηρεσία την δεκαετία του 1960 και μέχρι το 1972, οπότε και τερματίστηκε η γραμμή παραγωγής του αεροσκάφους πρώτης γενιάς, είχαν κατασκευαστεί περίπου 1100 αεροσκάφη για την Αμερικανική Αεροπορία και περισσότερα από 800 για τους συμμάχους των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.


Πρόθεση της Northrop ήταν το σχέδιο N-156 να αποτελέσει ένα χαμηλού κόστους και εύκολης συντήρησης μαχητικό αεροσκάφος. Για τον λόγο αυτό το αεροσκάφος σχεδιάστηκε γύρω από μία έκδοση με μετάκαυση των κινητήρων General Electric J85, έκδοση που είχε αναπτυχθεί για το μικροσκοπικό σκάφος παραπλάνησης McDonnell ADM-20 Quail το οποίο μεταφερόταν μέσα στο βομβαρδιστικό B-52 Stratofortress. Η απαίτηση για το σκάφος παραπλάνησης απαιτούσε ένα μικρό κινητήρα με μεγάλη αναλογία ώσης – βάρους. Ο Αμερικανικός Στρατός εξέφρασε ενδιαφέρον για μία έκδοση εγγύς υποστήριξης του σχεδίου αυτού, όμως η χρήση αεροσκαφών σταθερής πτέρυγας ήταν αρμοδιότητα της Αμερικανικής Αεροπορίας, η οποία δεν συμφωνούσε ούτε με την χρήση του N-156 ως μαχητικό πρώτης γραμμής ούτε είχε την διάθεση να επιτρέψει στον στρατό να χρησιμοποιεί μαχητικά αεροσκάφη σταθερής πτέρυγας (κατάσταση που επαναλήφθηκε και με το C-7 Caribou).


Η βελτιωμένη δεύτερη γενιά του αεροσκάφους, το F-5E Tiger II, και οι εκδόσεις που ακολούθησαν, χρησιμοποιήθηκαν επίσης ευρέως από την Αμερική και τους συμμάχους της ως επιθετικά και εκπαιδευτικά αεροσκάφη. Κατασκευάστηκαν 1400 και η παραγωγή του τερματίστηκε το 1987. Πολλά F-5 συνέχισαν να βρίσκονται σε υπηρεσία τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, έχοντας υποστεί διάφορα προγράμματα αναβάθμισης. Σημαντικές υπήρξαν επίσης οι διάφορες αναγνωριστικές εκδόσεις του αεροσκάφους, τα RF-5.


Το F-5 υπήρξε ένα επιτυχημένο αεροσκάφος για τους συμμάχους των ΗΠΑ, όμως δεν υπήρξε ποτέ μαχητικό πρώτης γραμμής από την Αμερικανική Αεροπορία λόγω του στρατηγικού δόγματος της, το οποίο απαιτούσε μεγαλύτερα και βαρύτερα αεροσκάφη. Παρόλα αυτά η Αμερικανική Αεροπορία υιοθέτησε το εκπαιδευτικό T-38 Talon, το οποίο βασίζεται στην άτρακτο και τη σχεδίαση του F-5 και αποτέλεσε το πρώτο υπερηχητικό εκπαιδευτικό αεροσκάφος του κόσμου, ενώ το σχέδιο του F-5 αποτέλεσε στην αφετηρία για το YF-17, το οποίο εξελίχθηκε στο επιτυχημένο F/A-18 Hornet. Σε αντίθεση όμως με το F-5, το οποίο είναι ένα ελαφρύ μαχητικό και αναπτύχθηκε γύρω από τους μικρότερους διαθέσιμους κινητήρες, η τελική εξέλιξη του F/A-18E/F Super Hornet είναι ένα σχετικά βαρύ μαχητικό και επιθετικό αεροσκάφος.


Επιχειρησιακή Ιστορία

F-5A/B Freedom Fighter


Όταν η Κυβέρνηση Κέννεντυ, στα πλαίσια του Προγράμματος Στρατιωτικής Βοήθειας, χρειάστηκε ένα μαχητικό χαμηλού κόστους για να το διανείμει στα λιγότερο ανεπτυγμένα κράτη, το σχέδιο N-156 της Northrop βρέθηκε πρώτο στην λίστα επιλογής και πήρε την ονομασία F-5A.


Το πρώτο συμβόλαιο για το αεροσκάφος παραγωγής έγινε το 1962, ενώ η πρώτη εξαγωγική παραγγελία έγινε τον Φεβρουάριο του 1964 από την Πολεμική Αεροπορία της Νορβηγίας. Συνολικά κατασκευάστηκαν 636 F-5Aμέχρι τον τερματισμό της γραμμής παραγωγής το 1972, καθώς και 200 διθέσια F-5B επιχειρησιακά εκπαιδευτικά αεροσκάφη τα οποία δεν έφεραν πυροβόλα στο ρύγχος.


Η Αμερικανική Αεροπορία δοκίμασε το 1965 το F-5A σε πολεμικές συνθήκες, με την ονομασία Skoshi Tiger (Μτφ: Μικρός Τίγρης. Η λέξη «skoshi» προέρχεται από την Ιαπωνική λέξη «sukoshi» η οποία σημαίνει μικρός). 12 αεροσκάφη παραδοθήκαν στην 4503η Τακτική Πτέρυγα Μαχητικών και πήραν την ονομασία F-5C. Τα αεροσκάφη αυτά ανέλαβαν πολεμικά καθήκοντα στο Βιετνάμ, πετώντας περισσότερες από 3,500 αποστολές από την 3η Τακτική Πτέρυγα Μαχητικών στην Μπιέν Χόα του Νοτίου Βιετνάμ, ενώ δύο αεροσκάφη χάθηκαν στη μάχη. Το πρόγραμμα όμως τερματίστηκε σύντομα, κυρίως για πολιτικούς λόγους παρά από επιλογή της αεροπορίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι το δυηχητικό F-104 Starfighter και το εξελιγμένο F-102 Delta Daggerδοκιμάστηκαν αλλά αποσύρθηκαν εντελώς από το Βιετνάμ.


Συνέπεια της επιχειρησιακής επιτυχίας του προγράμματος Skoshi Tiger η πολεμική Αεροπορία των Φιλιππίνων αγόρασε 23 αεροσκάφη F-5 το 1965.

Τα εναπομείναντα αεροσκάφη της 4503ης Τακτικής Πτέρυγας Μαχητικών παραδόθηκαν στην πολεμική αεροπορία του Νοτίου Βιετνάμ, η οποία μέχρι τότε χρησιμοποιούσε μόνο τα αργοκίνητα A-37 Dragonfly και ελικοφόρα A-1 Skyraider επιθετικά αεροσκάφη. Ο πρόεδρος του Βιετνάμ ζητούσε αεροσκάφη F-4 Phantom, όμως η αεροπορία του Νοτίου Βιετνάμ πετούσε κυρίως αποστολές κατά στόχων εδάφους, καθώς οι κουμμουνιστικές δυνάμεις του Βορείου Βιετνάμ δεν επιχειρούσαν με αεροσκάφη πάνω από το Νότιο Βιετνάμ.

Όταν αργότερα στη διάρκεια του πολέμου η Μπιέν Χόα κατελήφθη από τις δυνάμεις του Βόρειου Βιετνάμ πολλά από τα αεροσκάφη αιχμαλωτίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν επιχειρησιακά από αεροπορία του Βορείου Βιετνάμ. Από άποψη επίδόσεων, εκτέλεσης ελιγμών και μεγέθους το F-5 φαινόταν ικανός αντίπαλος ενάντια στα MiG-21 στις αερομαχίες, όμως η φιλοσοφία της Αμερικανικής αεροπορίας απαιτούσε μεγαλύτερα, γρηγορότερα, βαρύτερα και με μεγαλύτερη εμβέλεια αεροσκάφη για επιχειρήσεις πάνω από το Βιετνάμ, όπως τα F-105 Thunderchief και F-4.


Πολλά από τα F-5 που αιχμαλωτίστηκαν με την λήξη του Πολέμου του Βιετνάμ στάλθηκαν στην Πολωνία και την Ρωσία για μελέτη της αμερικανικής αεροπορικής τεχνολογίας, ενώ άλλα τοποθετήθηκαν σε διάφορα μουσεία του Βιετνάμ. Κάποια πλεονάζοντα F-5A και F-5E πουλήθηκαν σε ιδιώτες.

F-5E/F Tiger II

Το 1970 η Northrop κέρδισε τον διαγωνισμό για ένα βελτιωμένο Διεθνές Μαχητικό Αεροσκάφος (International Fighter Aircraft - IFA) το οποίο θα αντικαθιστούσε το F-5A. Αποτέλεσμα του διαγωνισμού ήταν το F-5A-21, που στη συνέχεια πήρε την ονομασία F-5E. Είχε μεγαλύτερη άτρακτο, μεγαλύτερη πτερυγική επιφάνεια και πιο εξελιγμένα συστήματα πτήσης, περιλαμβανομένου και ραντάρ Emerson AN/APQ-153 (σε αντίθεση με τα F-5A και –B τα οποία δεν διέθεταν ραντάρ).


Παράλληλα υπήρχε η δυνατότητα τοποθέτησης επιπλέον συστημάτων πτήσης, ανάλογα τις απαιτήσεις του κάθε χρήστη. Επίσης αναπτύχθηκε η διθέσια εκπαιδευτική έκδοση F-5F που όμως διατηρούσε τις ικανότητες μάχης. Σε αντίθεση με το F-5B που δεν έφερε πυροβόλα, το F-5F έφερε ένα πυροβόλο M39 cannon στο ρύγχος με μειωμένη όμως ποσότητα πυρομαχικών. Έφερε επίσης ραντάρ Emerson AN/APQ-157, το οποίο ήταν μία έκδοση του AN/APQ-153 και είχε εμβέλεια 10 ναυτικά μίλια, και διπλά χειριστήρια ελέγχου και συστήματα απεικόνισης για τα δύο μέλη του πληρώματος.


Αναπτύχθηκε επίσης και η αναγνωριστική έκδοση RF-5E Tigereye που έφερε αισθητήρες στο ρύγχος αντί του ραντάρ και ένα πυροβόλο. Μία αναβάθμιση του συστήματος ραντάρ που προσφέρθηκε περιλάμβανε τη χρήση του Emerson AN/APG-69, το οποίο ήταν διάδοχος του AN/APQ-159, και είχε ικανότητα χαρτογράφησης. Η αναβάθμιση αυτή όμως δεν έτυχε μεγάλης αποδοχής από τις χώρες χρήστες του αεροσκάφους για οικονομικούς λόγους και έτσι το νέο ραντάρ χρησιμοποιήθηκε περιορισμένα από την Αμερικανική και Ελβετική αεροπορία.


Το F-5E έλαβε το επίσημο όνομα Tiger II. Κατά τη διάρκεια της επιχειρησιακής του ζωής έλαβε πολλές αναβαθμίσεις, με σημαντικότερη την τοποθέτηση νέου ραντάρ επίπεδης διάταξης Emerson AN/APQ-159 με εμβέλεια 20 ναυτικά μίλια. Παρόμοιες αναβαθμίσεις προσφέρθηκαν και για το F-5F με το εξελιγμένο AN/APQ-167 που όμως δεν υλοποιήθηκε.


Η Northrop κατασκεύασε 792 F-5E, 140 F-5F and 12 RF-5E. Περισσότερα κατασκευάστηκαν κατόπιν αδείας στο εξωτερικό: 56 F-5E και -F και 5 RF-5E στην Μαλαισία, 90 F-5E και –F στην Ελβετία (κάποια από τα οποία έχουν ενοικιαστεί την Αυστρία για να καλύψουν το κενό που δημιουργήθηκε από την απόσυρση των Saab Draken και μέχρι την παραλαβή των Eurofighter), 68 στην Νότια Κορέα και 308 στην Ταϊβάν.


Πολλές εκδόσεις του F-5 παραμένουν ακόμα σε υπηρεσία σε πολλές χώρες. Τα πλέον εξελιγμένα είναι τα αεροσκάφη της Σιγκαπούρης, η οποία διατηρεί ένα στόλο 49 αναβαθμισμένων μονοθέσιων F-5S και διθέσιων F-5T. Η αναβάθμιση περιελάμβανε νέο ραντάρ κατασκευασμένο από το Ισραήλ, αναβαθμισμένο πιλοτήριο με οθόνες πολλαπλών ενδείξεων και συμβατότητα με τους πυραύλους αέρος αέρος Rafael Python και AIM-120 AMRAAM.


Προγράμματα αναβάθμισης πραγματοποιήθηκαν από το Ισραήλ και για τα αεροσκάφη της αεροπορίας της Ταϊλάνδης, τα οποία ονομάστηκαν F-5T Tigris, οπλισμένα με πυραύλους Python III και 4, χωρίς όμως την ικανότητα να χρησιμοποιούν πυραύλους εμβέλειας πέραν του οπτικού ορίζοντα.

Εκδόσεις

Μονοθέσιες εκδόσεις


N-156F

Αρχική ονομασία των τριών πρωτοτύπων του μαχητικού.

YF-5A

Η ονομασία που έδωσε η Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία στα τρία πρωτότυπα.

F-5A

Μονοθέσια έκδοση παραγωγής.

F-5A (G)

Μονοθέσια έκδοση του F-5A για την Νορβηγική Πολεμική Αεροπορία.

XF-5A

Ονομασία που δόθηκε σε ένα αεροσκάφος που χρησιμοποιήθηκε για στατικές δοκιμές.

F-5C Skoshi Tiger

12 αεροσκάφη F-5A Freedom Fighter τα οποία δοκιμάστηκαν για σχεδόν πέντε μήνες στο Βιετνάμ.

F-5E Tiger II

Μονοθέσια έκδοση παραγωγής.


F-5E Tiger III

Αναβαθμισμένη έκδοση του F-5E για την Πολεμική Αεροπορία της Χιλής.

F-5F Tiger II

Μονοθέσια έκδοση για την Πολεμική Αεροπορία της Τυνησίας.

F-5G

Προσωρινή ονομασία που δόθηκε στο F-20A Tigershark.

F-5N

Πρώην Ελβετικά F-5E σε υπηρεσία με το Αμερικανικό Ναυτικό

F-5S

Αναβαθμισμένη έκδοση του F-5E για την Πολεμική Αεροπορία της Σινγκαπούρης.

F-5T Tigris

Αναβαθμισμένη έκδοση του F-5E από το Ισραήλ για την Πολεμική Αεροπορία της Ταϊλάνδης.

F-5EM

Αναβαθμισμένη έκδοση του F-5E για την Πολεμική Αεροπορία της Βραζιλίας.


Αναγνωριστικές εκδόσεις

RF-5A

Μονοθέσια αναγνωριστική έκδοση του F-5A.

RF-5A (G)

Μονοθέσια αναγνωριστική έκδοση του F-5A για την Νορβηγική Πολεμική Αεροπορία.

RF-5E Tigereye

Μονοθέσια αναγνωριστική έκδοση του F-5E. Το RF-5E Tigereye χρησιμοποιήθηκε από την Σαουδική Αραβία, το Ιράν και την Μαλαισία.


RF-5E Tigergazer

Αναβαθμισμένη μονοθέσια αναγνωριστική έκδοση του Upgraded F-5E. Το Tigergazer βρίσκεται σε υπηρεσία με την Πολεμική Αεροπορία της Ταϊβάν.

RF-5S Tigereye

Μονοθέσια αναγνωριστική έκδοση του F-5S για την Πολεμική Αεροπορία της Σινγκαπούρης.

Διθέσιες εκδόσεις


F-5-21

Προσωρινή ονομασία που δόθηκε στο YF-5B.

YF-5B

Ένα F-5B στο οποίο τοποθετήθηκε κινητήρας General Electric J85-GE-21 και χρησιμοποιήθηκε ως πρωτότυπο για το F-5E Tiger II.

F-5B

Διθέσια εκπαιδευτική έκδοση.

F-5B(G)

Διθέσια εκπαιδευτική έκδοση του F-5B για την Νορβηγική Πολεμική Αεροπορία.

F-5D

Διθέσια εκπαιδευτική έκδοση που όμως δεν κατασκευάστηκε.


F-5F Tiger II

Διθέσια εκπαιδευτική έκδοση.

F-5F Tiger III

Αναβαθμισμένη διθέσια εκπαιδευτική έκδοση του F-5F για την Πολεμική Αεροπορία της Χιλής.

F-5T

Αναβαθμισμένο F-5F για την Πολεμική Αεροπορία της Σινγκαπούρης.

F-5FM

Αναβαθμισμένη έκδοση του F-5F για την Πολεμική Αεροπορία της Βραζιλίας.


Το F-5 σε Ελληνική Υπηρεσία

Τα πρώτα αεροσκάφη F-5Α και F-5Β παραδόθηκαν στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία το Μάιο του 1965, ενώ το 1968 και 1969 παραλήφθηκαν 16 φωτοαναγνωριστικά RF-5Α. Η τελευταία παραλλαγή που εισήλθε σε υπηρεσία το 1991 ήταν το NF-5A/B κατασκευής Canadair από τα αποθέματα της Ολλανδικής Πολεμικής Αεροπορίας, με αναβαθμισμένο εξοπλισμό σε σχέση με τα παλιότερα F-5Α αμερικάνικης κατασκευής. Το F-5 αποσύρθηκε το Μάρτιο του 2001 υπηρετώντας πιστά όλους τους ρόλους για τους οποίους σχεδιάστηκε, από αναχαίτηση μέχρι ρόλους δίωξης και βομβαρδισμού,ενώ χρησιμοποιήθηκε και ως μέσο εξοικείωσης νέων χειριστών σε αεριωθούμενα μαχητικά. Παράλληλα το F-5 εξόπλισε για μικρό χρονικό διάστημα (1967-1968) το τρίτο Ελληνικό Ακροβατικό Σμήνος, Νέα Ελληνική Φλόγα.


Αναλυτικά τα F-5 εξόπλισαν τις:

337 Μοίρα Αναχαιτίσεως Ημέρας (ΜΑΗ) «Φάντασμα» από το 1967 έως το 1978 (Αεροπορική Βάση Λάρισας).

341 Μοίρα Αναχαιτίσεως Ημέρας (ΜΑΗ) «Bέλος» από το 1965 έως το 1993 (Αεροπορική Βάση Νέας Αγχιάλου).

343 Μοίρα Αναχαιτίσεως Ημέρας (ΜΑΗ) «Αστέρι» από το 1966 έως το 2001 (Αεροπορική Βάση Νέας Αγχιάλου - Αεροπορική Βάση Θεσσαλονίκης, Αεροδρόμιο Μακεδονία).

349 Μοίρα Αναχαίτισης Ημέρας (ΜΑΗ) από το 1967 έως το 1975 (Αεροπορική Βάση Λάρισας).


Northrop F-5

The Northrop F-5A/B Freedom Fighter and the F-5E/F Tiger II are part of a family of widely used light supersonic fighter aircraft, designed and built by Northrop. Although less complex and in avionics less advanced than some of its contemporary aircraft such as the McDonnell Douglas F-4 Phantom II, it was significantly cheaper to procure and operate, leading to widespread popularity as an export fighter to U.S. allies.

Despite not being procured in volume by the United States, it was perhaps the most effective air-to-air fighter possessed by the U.S. in the 1960s and early 1970s. Strengths include the ability to achieve surprise due to small size rendering it difficult for opposing pilots to see, excellent maneuverability, nearly viceless flying qualities and a resulting low accident rate, and a high sortie generation rate. The general high capability, reliability, and maintainability of the F-5 are such that hundreds have remained in service with multiple air forces into the 21st century.


The F-5 started life as a privately funded light fighter program by Northrop in the 1950s. The design team wrapped a small and highly aerodynamic fighter around two compact and high thrust-to-weight ratio General Electric J85 engines, focusing on high performance and low cost of maintenance. Armed with twin 20 mm cannons and missiles for air-to-air combat, the aircraft was also a capable ground attack platform. The first-generation F-5A entered service in the early 1960s. During the Cold War, over 800 were produced through 1972 for U.S. allies. While the USAF had no acknowledged need for a light fighter, it did procure roughly 1,200 supersonic trainer aircraft that were an F-5 derivative, the Northrop T-38 Talon. The T-38 remains in active service as the primary advanced trainer of the USAF.


As a result of winning the International Fighter Aircraft competition in 1970, a program aimed at providing effective low cost fighters to American allies, Northrop introduced the second-generation F-5E Tiger II in 1972. This upgrade included more powerful engines, higher fuel capacity, greater wing area and improved leading edge extensions for better turn rate, optional air to air refueling, and improved avionics including air-to-air radar. Though primarily used by American allies, it also served in U.S. military aviation as a training and aggressor aircraft. A total of 1,400 Tiger II versions were built, production came to an end in 1987.


The F-5 was also developed into a dedicated reconnaissance version, the RF-5 Tigereye. The F-5 also served as a starting point for a series of design studies which resulted in the twin-tailed Northrop YF-17 and the F/A-18 series of carrier-based fighters. The Northrop F-20 Tigershark was an advanced version of the F-5E that did not find a market. The F-5N/F variants remain in service with the United States Navy and United States Marine Corps as an adversary trainer.


Design and development

Origins

In the mid-1950s, Northrop started development on a low-cost, low-maintenance fighter, with the company designation N-156, partly to meet a U.S. Navy requirement for a jet fighter to operate from its escort carriers, which were too small to operate the Navy's existing jet fighters. That requirement disappeared when the Navy decided to withdraw the escort carriers, but Northrop continued development of the N-156, with both a two-seat advanced trainer (the N-156T), and a single-seat fighter (the N-156F) planned.


The design effort was led by Northrop vice president of engineering and accomplished aircraft designer Edgar Schmued, who previously at North American Aviation had been the chief designer of the highly successful P-51 Mustang and F-86 Sabre fighters. Schmued recognized that an efficient supersonic light fighter could be developed, taking advantage of the compact but high thrust-to-weight ratio General Electric J85 turbojet engine and the transonic area rule, seeking to reverse the trend in fighter development towards greater weight and cost. The J85 powerplant was developed to power McDonnell's ADM-20 Quail decoy employed upon the Boeing B-52 Stratofortress.


Another highly influential figure was chief engineer Welko Gasich, who convinced Schmued that the engines must be located within the fuselage for maximum performance. Gasich also for the first time introduced the concept of "life cycle cost" into fighter design, which provided the foundation for the F-5's low operating cost and long service life.


The N-156T was selected by the United States Air Force as a replacement for the T-33 in July 1956. Development proceeded quickly, with the first prototype aircraft, later designated YT-38 Talon, taking its first flight on 12 June 1959. A total of 1,158 Talons would be built by the time production ended in January 1972.


Development of the N-156F continued at a lower priority as a private venture by Northrop, which was rewarded by an order for three prototypes on 25 February 1958 as a prospective low-cost fighter that could be supplied under the Military Assistance Program for distribution to less-developed nations. The first N-156F flew at Edwards Air Force Base on 30 July 1959, exceeding the speed of sound on its first flight.


Although testing of the N-156F was successful, demonstrating unprecedented reliability and proving superior in the ground-attack role to the USAF's existing North American F-100 Super Sabres, official interest in the Northrop type waned, and by 1960 it looked as if the program was a failure. Interest revived in 1961, but when the U.S. Army tested it, (along with the Douglas A-4 Skyhawk and Fiat G.91) for reconnaissance and close-support, although all three types proved capable during Army testing, operating fixed-wing combat aircraft was legally the responsibility of the Air Force, which would not agree to operate the N-156 or allow the Army to operate fixed-wing combat aircraft, a situation repeated with the C-7 Caribou.


In 1962, however, the Kennedy Administration revived the requirement for a low-cost export fighter, selecting the N-156F as winner of the F-X competition on 23 April 1962 subsequently becoming the "F-5A", being ordered into production in October that year. It was named under the 1962 United States Tri-Service aircraft designation system, which included a re-set of the fighter number series (the General Dynamics F-111 was the highest sequentially numbered P/F-aircraft to enter service under the old number sequence).


Northrop built 624 F-5As (including three YF-5A prototypes) before production ended in 1972. These were accompanied by 200 two-seat F-5B aircraft. These were operational trainers, lacking the nose-mounted cannon but otherwise combat-capable, while 86 RF-5A reconnaissance variants of the F-5A, fitted with a four-camera nose were also built. In addition, Canadair built 240 first generation F-5s under license, with CASA in Spain adding a further 70 aircraft.


F-5E and F-5F Tiger II

In 1970, Northrop won the International Fighter Aircraft (IFA) competition to replace the F-5A, with better air-to-air performance against aircraft like the Soviet MiG-21. The resultant aircraft, initially known as F-5A-21, subsequently became the F-5E. It had more powerful (5,000 lbf) General Electric J85-21 engines, and had a lengthened and enlarged fuselage, accommodating more fuel. Its wings were fitted with enlarged leading edge extensions, giving an increased wing area and improved maneuverability. The aircraft's avionics were more sophisticated, crucially including a radar (initially the Emerson Electric AN/APQ-153) (the F-5A and B had no radar). It retained the gun armament of two M39 cannon, one on either side of the nose) of the F-5A. Various specific avionics fits could be accommodated at customer request, including an inertial navigation system, TACAN and ECM equipment.


The first F-5E flew on 11 August 1972. A two-seat combat-capable trainer, the F-5F, was offered, first flying on 25 September 1974, with a new, longer nose, which, unlike the F-5B that did not mount a gun, allowed it to retain a single M39 cannon, albeit with a reduced ammunition capacity. The two-seater was equipped with the Emerson AN/APQ-157 radar, which is a derivative of the AN/APQ-153 radar, with dual control and display systems to accommodate the two-men crew, and the radar has the same range of AN/APQ-153, around 10 nmi.


A reconnaissance version, the RF-5E Tigereye, with a sensor package in the nose displacing the radar and one cannon, was also offered.

The F-5E eventually received the official name Tiger II; 792 F-5Es, 146 F-5Fs and 12 RF-5Es were eventually built by Northrop. More were built under license overseas: 91 F-5Es and -Fs in Switzerland, 68 by Korean Air in South Korea, and 308 in Taiwan. The F-5 proved to be a successful combat aircraft for U.S. allies, but had no combat service with the U.S. Air Force. The F-5E evolved into the single-engine F-5G, which was rebranded the F-20 Tigershark. It lost out on export sales to the F-16 in the 1980s.


Variants

Single-seat versions

N-156F
Single-seat fighter prototype. Only three aircraft were built.

YF-5A
The three prototypes were given the U.S. Air Force designation YF-5A.

F-5A
Single-seat fighter version of F-5, originally without radar, but was later equipped with AN/APQ-153 radar during upgrades.

F-5A (G)
Single-seat fighter version of the F-5A for the Royal Norwegian Air Force.


XF-5A
This designation was given to one aircraft used for static tests.

A.9
Designation of Spanish built F-5A which served in the Ejército del Aire

B.Kh.18
Thai designation of the F-5A

B.Kh.18B
Thai designation of the F-5E

F-5C Skoshi Tiger
12 F-5A Freedom Fighters, were tested by the U.S. Air Force for four and a half months in Vietnam.

F-5E Tiger II
Single-seat fighter version with AN/APQ-159 replacing earlier AN/APQ-153 in F-5A.


F-5E Tiger III
Upgraded version of the F-5E in use by the Chilean Air Force, with EL/M-2032 radar replacing the original AN/APQ-159.

F-5E/F
A single Swiss Air Force F-5E with F-5F Wings. Currently (2011), this aircraft is part of the Museum at Meiringen AFB

F-5G
The temporary designation given to the F-20 Tigershark, armed with General Electric AN/APG-67 radar.

F-5N
Ex-Swiss Air Force F-5Es used by the U.S. Navy as "aggressor" aircraft, with AN/APG-69 replacing the original AN/APQ-159. Intended to replace high-time USN/USMC F-5Es in the adversary role, and see service through to 2015.

F-5S
Upgraded version of the F-5E in use by the Republic of Singapore Air Force, equipped with the Galileo Avionica's FIAR Grifo-F X-band radar and are capable of firing the AIM-120 AMRAAM.

F-5T Tigris
Upgraded version of the F-5E of Royal Thai Air Force by Israel, also armed with EL/M-2032.


F-5EM
Upgraded version of the F-5E of Brazilian Air Force armed with Italian Grifo-F radar.

F-5TIII
Upgraded version of the F-5E, in service with the Royal Moroccan Air Force.

F-5E Tiger 2000
Upgraded version of Taiwan AIDC,equipped with the GD-53 radar, are capable of firing the TC-2 Sky Sword II, MIL-STD-1553B Link and GPS/INS.


Reconnaissance versions

RF-5A
Single-seat reconnaissance version of the F-5A fighter. Approximately 120 were built.

RF-5A (G)
Single-seat reconnaissance version of the F-5A fighter for the Royal Norwegian Air Force.

RF-5E Tigereye
Single-seat reconnaissance version of the F-5E fighter. The RF-5E Tigereye was exported to Saudi Arabia and Malaysia.


RF-5E Tigergazer
Seven upgraded single-seat reconnaissance version of the F-5E for Taiwan by ST Aerospace.

RF-5S Tigereye
Single-seat reconnaissance version of the F-5S for the Republic of Singapore Air Force.

AR-9
Spanish reconnaissance aircraft

B.TKh.18
Thai designation of the RF-5A

Two-seat versions


AE.9
Spanish designation of the SF-5B

B.Kh.18A
Thai designation of the F-5B

B.Kh.18C
Thai designation of the F-5F

F-5-21
Temporarily designation given to the YF-5B.

YF-5B
One F-5B was fitted with a 5,000 lbf (2,268 kgf) General Electric J85-GE-21 engine, and used as a prototype for the F-5E Tiger II.

F-5B
Two-seat fighter version for the Republic of Korea Air Force, armed with AN/APQ-157 radar.


F-5B(G)
Two-seat trainer version of the F-5B for the Royal Norwegian Air Force.

F-5B M
Two-seat trainer version in use by the Spanish Air Force for air combat training.

F-5D
Unbuilt trainer version.

F-5F Tiger II
Two-seat trainer version of F-5E Tiger II, AN/APQ-167 radar tested, intended to replace AN/APQ-157, but not carried out.

F-5F Tiger III
Upgraded trainer version of the F-5F in use by the Chilean Air Force.

F-5T
Upgraded F-5F in use by the Republic of Singapore Air Force.

F-5FM
Upgraded trainer version of the F-5F for the Brazilian Air Force.


Specifications (F-5E Tiger II)

General characteristics


Crew: 1
Length: 47 ft 4¾ in (14.45 m)
Wingspan: 26 ft 8 in (8.13 m)
Height: 13 ft 4½ in (4.08 m)
Wing area: 186 ft² (17.28 m²)
Airfoil: NACA 65A004.8 root, NACA 64A004.8 tip
Empty weight: 9,558 lb (4,349 kg)
Loaded weight: 15,745 lb (7,157 kg)
Max. takeoff weight: 24,722 lb (11,214 kg)
Powerplant: 2 × General Electric J85-GE-21B turbojet
Dry thrust: 3,500 lbf (15.5 kN) each
Thrust with afterburner: 5,000 lbf (22.2 kN) each
* Zero-lift drag coefficient: 0.0200
Drag area: 3.4 ft² (0.32 m²)
Aspect ratio: 3.86
Internal fuel: 677 U.S. gal (2,563 L)
External fuel: 275 U.S. gal (1,040 L) per tank in up to 3 tanks


Performance
Maximum speed: 917 kn (Mach 1.6, 1,060 mph, 1,700 km/h)
Range: 760 nmi (870 mi, 1,405 km)
Ferry range: 2,010 nmi (2,310 mi, 3,700 km[98])
Service ceiling: 51,800 ft (15,800 m)
Rate of climb: 34,400 ft/min (175 m/s)
Lift-to-drag ratio: 10.0


Armament
Guns: 2× 20 mm (0.787 in) M39A2 Revolver cannons in the nose, 280 rounds/gun
Hardpoints: 7 total (only pylon stations 3, 4 and 5 are wet-plumbed): 2× wing-tip AAM launch rails, 4× under-wing & 1× under-fuselage pylon stations with a capacity of 7,000 pounds (3,200 kg) and provisions to carry combinations of:

Rockets:
2× LAU-61/LAU-68 rocket pods (each with 19× /7× Hydra 70 mm rockets, respectively); or
2× LAU-5003 rocket pods (each with 19× CRV7 70 mm rockets); or
2× LAU-10 rocket pods (each with 4× Zuni 127 mm rockets); or
2× Matra rocket pods (each with 18× SNEB 68 mm rockets)


Missiles:
4× AIM-9 Sidewinders or 4× AIM-120 AMRAAM air-to-air missile
2× AGM-65 Maverick air-to-surface missiles
AA-8 Aphid, AA-10 Alamo, AA-11 Archer and other Russian/Chinese AAMs (Iranian ver.)
Bombs: A variety of air-to-ground ordnance such as the Mark 80 series of unguided bombs (including 3 kg and 14 kg practice bombs), CBU-24/49/52/58 cluster bomb munitions, napalm bomb canisters and M129 Leaflet bomb, and laser-guided bombs of Paveway family.


Other:
Up to 3× 150/275 U.S. gallon Sargent Fletcher drop tanks for ferry flight or extended range/loitering time.
2× GPU-5/A 30mm cannon pods (fitted only on Thai F-5s).


Avionics
Emerson Electric AN/APQ-153 radar on early batch of F-5E
Emerson Electric AN/APQ-159 radar on later production F-5E
AN/AVQ-27 Laser Target Designator Set (LTDS), for F-5B and F-5F only.





















ΠΗΓΕΣ :



Recent Post