A-7Ε/H Corsair
Είναι Aμερικάνικης κατασκευής, μονοθέσιο, μονοκινητήριο, μαχητικό αεροσκάφος κρούσης, μεγάλης εμβέλειας και εντάχθηκε στο οπλοστάσιο της Π.Α. το 1975.
Η συμβαση για την προμήθεια των Α-7Η υπογράφηκε τον Ιούνιο του 1974. Τον Αύγουστο του 1975 άρχισαν οι παραλαβές 60 αεροσκαφών, τα οποία κυριολεκτικά μεταμόρφωσαν τις δυνατότητες κρούσης της ΠΑ. Μέχρι την εμφάνιση του F-16C στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, στα τέλη της δεκαετίας του '80, το Α-7Η αποτελούσε το πιο αποτελεσματικό μέσο για την προσβολή επίγειων και θαλάσσιων στόχων.
Πέντε διθέσια ΤΑ-7Η αγοράστηκαν το 1980 με σκοπό τη διευκόλυνση της επιχειρησιακής εκπαίδευσης ενώ ένα Α-7Η μετασκευάστηκε την ίδια χρονιά σε ΤΑ-7Η. Από το 1993 αρχίζουν να παραλαμβάνονται 62 μεταχειρισμένα Α-7Ε/ΤΑ-7C από αποθέματα του USN. Κυριότερες διαφορές τους σε σχέση με το Α-7Η είναι η ύπαρξη συστήματος FLIR και η δυνατότητα εναέριου ανεφοδιασμού.
Η Αμερικανική Π.Α. χρησιμοποίησε ευρέως το Α-7 στον πόλεμο του Βιετνάμ, στις επιχειρήσεις στην Λιβύη, το 1983 στην Αμερικάνικη επέμβαση στην Γρενάδα, το '89 στον Παναμά και το 1991 στη "Καταιγίδα της Ερήμου" όπου το αεροπλάνο διέπρεψε.
Τα Ελληνικά Α-7 έχουν αμιγώς ρόλο βομβαρδισμού και αρχικώς τοποθετήθηκαν στη Λάρισα (110 Π.Μ., 347 Μοίρα "Περσέας") και στη Σούδα (115 Π.Μ., 340 μοίρα "Αλεπού" και 345 μοίρα "Λαίλαψ").
Το 2002, μεταφέρθηκαν στον Άραξο (116 Π.Μ., 335 μοίρα "Τίγρης" και 336 μοίρα "Όλυμπος") στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης των βάσεων της Π.Α..
Τα αεροπλάνα προβλέπεται να αντικατασταθούν λίαν συντόμως με σύγχρονα μαχητικά. Η χώρα μας είναι το μοναδικό κράτος που χρησιμοποιεί το εν λόγω αεροσκάφος στον κόσμο.
Τεχνικά χαρακτηριστικά / Επιδόσεις
Πλήρωμα: 1 (Α-7Ε/Η) ή 2 (ΤΑ-7H) (ΤΑ-7C)
Κινητήρας: 1 Allison/Rolls Royce TF41-A-400 non-afterburning turbofan/ Ώση: 14.450 λίβρες
Εκπέτασμα Πτερύγων: 11.8μ
Μήκος: 14.06μ
Μέγιστη ταχύτητα: 0.94 Mach
Μέγιστο ύψος: 60.000 πόδια
A-7 Corsair II
Το A-7 Corsair II είναι Αμερικάνικης κατασκευής, μονοθέσιο, μονοκινητήριο, μαχητικό αεροσκάφος κρούσης μεγάλης εμβέλειας. Η Αμερικανική πολεμική αεροπορία χρησιμοποίησε ευρέως το Α-7 στον πόλεμο του Βιετνάμ, στις επιχειρήσεις στην Λιβύη, το 1983 στην Αμερικάνικη επέμβαση στην Γρενάδα, το1989 στον Παναμά και το 1991 στη «Καταιγίδα της Ερήμου» όπου το αεροπλάνο διέπρεψε. Το Α-7 ήταν ένα πρωτοπόρο για την εποχή του αεροπλάνο, με πολύ προηγμένα συστήματα μάχης και ναυσιπλοΐας, τα οποία απουσίαζαν ακόμα και από τα καλύτερα καταδιωκτικά της εποχής.
Ιστορία
Αν και το A-4 Skyhawk θεωρείτο αποτελεσματικό στον ρόλο κρούσης για το Αμερικανικό Ναυτικό, το αεροπλάνο αυτό ήταν πολύ απλοϊκής σχεδίασης για να φέρει πολύ προηγμένα συστήματα που προετοιμάζονταν για εισαγωγή σε υπηρεσία. Ταυτόχρονα, το μικρό του μέγεθος σήμαινε και μικρή ικανότητα μεταφοράς καυσίμων και οπλικού φορτίου. Έτσι, το 1964, παρουσιάστηκαν οι προδιαγραφές για το πρόγραμμα VAL (V = βαρύτερο του αέρα, A = κρούσης, L = ελαφρό) και οι κατασκευαστές αεροσκαφών κλήθηκαν να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους.
Τελικά, τέσσερις εταιρείες συμμετείχαν: η Vought, η Douglas, η Grumman και η NAA. Καθώς το ναυτικό δεν ήθελε να επιβαρύνει πολύ τον προϋπολογισμό του και να επανεκπαιδεύσει εκτενώς το προσωπικό του, έθεσε ως όρο, οι προτάσεις που θα παρουσιάζονταν να είχαν ως βάση αεροσκάφη ήδη σε υπηρεσία. Φυσικός νικητής, υπό αυτές τις προϋποθέσεις ήταν το σχέδιο της Vought, η οποία κατασκεύαζε εκείνη τη χρονική περίοδο το F-8 Crusader, το κύριο καταδιωκτικό που επιχειρούσε από τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα. Κι αυτό, γιατί η πρότασή της ήταν στην ουσία μια αντιγραφή του Crusader, με κοντύτερη άτρακτο. Στις 19 Μαρτίου 1964, η Vought ανέλαβε την κατασκευή και την παράδοση των αεροσκαφών, με το χαρακτηριστικό A-7. Το αεροπλάνο ονομάστηκε αργότερα Corsair II, προς τιμήν του F4U Corsair της ίδιας εταιρείας.
Το αεροσκάφος υπηρέτησε επίσης και την Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία, σε μια προσπάθεια να σμικρυνθούν τα έξοδα εξοπλισμού των σωμάτων του Αμερικανικού στρατού. Τα αεροσκάφη αυτά είχαν μικρές διαφοροποιήσεις από αυτά τα οποία χρησιμοποιούσε το Ναυτικό, το οποίο λίγο αργότερα αναγκάστηκε να ακολουθήσει τις αλλαγές της Αεροπορίας, καθώς βελτίωναν την απόδοση του αεροσκάφους.
Το A-7 πέταξε την πρώτη επιχειρησιακή αποστολή του το 1966 και παρέμεινε εν υπηρεσία με τον κύριο χρήστη τους, το Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό, μέχρι τον Μάιο του 1991, ενώ σήμερα μόνο η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία χρησιμοποιεί τακτικά τον τύπο. Άλλες δύο χώρες, η Πορτογαλία και ηΤαϊλάνδη ήταν χρήστες του, όμως η Πορτογαλία απέσυρε τα αεροσκάφη της το 1999, ενώ τα Ταϊλανδικά A-7 παραμένουν επιχειρησιακά μόνο σε περίπτωση ιδιαίτερα έκτακτης ανάγκης. Η δε παραγωγή του αεροσκάφους σταμάτησε το 1984 και 1570 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν συνολικά.
Το Αεροσκάφος
Το Corsair κινείται στις υψηλές υποηχητικές ταχύτητες, κινούμενο από έναν αεριοστροβιλοπροωθητήρα TF-41-A-400, δίχως μετάκαυση. Η προσφερόμενη ώση είναι 67 kN (15,000 lbf). Σε συνδυασμό με την μεγάλη γωνία του εκπετάσματος (sweep angle), ο κινητήρας δίνει τη δυνατότητα στο A-7 να κινηθεί με ταχύτητες της τάξης του Mach 0.94 στα 20,000 πόδια (~6,500 m), και με μια ακτίνα ενεργείας 1,900 ναυτικών μιλίων (3400+ χιλιόμετρα), που παραμένει μεγαλύτερη ακόμα και αυτή των πιο σύγχρονα ελαφρά μαχητικά όπως του F-16. Εντούτοις, η πλειοψηφία των πιλότων που πέταξε το αεροσκάφος θεωρούσε ότι ήταν αδύναμο από πλευράς κινητήρων και ότι αυτό του στερούσε δυνατότητες μάχης, ειδικά στον τομέα της αερομαχίας.
Το Α-7 εισήγαγε ορισμένες σημαντικές καινοτομίες. Η πρώτη και κυριότερη ήταν η χρήση Heads Up Display (HUD) σε αεροπλάνο. Το HUD βοήθησε σημαντικά στην αποτελεσματικότητα του ως ελαφρού βομβαρδιστικού, καθώς πλέον ο πιλότος είχε μια πλήρη εικόνα της πτητικής κατάστασης του αεροσκάφους και χειριζόταν τα οπλικά συστήματα ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε και επίγνωση της κατάστασης γύρω του. Δεύτερον, η ενοποίηση του ραντάρ AN/APQ-116 με το σύστημα πλοήγησης, το οποίο ήταν πλέον πλήρως ψηφιακό. Έτσι, το Α-7 μπορεί να διορθώνει μόνο του τις τυχόν αποκλίσεις του αδρανειακού συστήματος ναυσιπλοΐας που διαθέτει, καθώς και να δίνεται η δυνατότητα προβολής της θέσης του αεροσκάφους σε ψηφιακό χάρτη - άλλη μια καινοτομία που βοήθησε στην επιβίωση του σε δύσκολα περιβάλλοντα όπως στο Βιετνάμ και στην "Καταιγίδα της Ερήμου".
Τέλος, το πλήρως ψηφιακό σύστημα άφεσης όπλων χρησιμοποιήθηκε για να εκτελεστούν οι πρώτοι "χειρουργικοί" βομβαρδισμοί, είτε με "χαζές" είτε με "έξυπνες" βόμβες, και μάλιστα από μεγαλύτερα ύψη και αποστάσεις από ότι συνήθως, επιτρέποντας στο Corsair να παραμείνει εκτός ακτίνας των ελαφρών αεροπορικών και πυρών από ελαφρά όπλα ("trash fire" στην αργκό των πιλότων).
Το οπλικό φορτίο του Corsair μπορεί να είναι καθοδηγούμενα από λέιζερ βλήματα, πύραυλοι κατά τεθωρακισμένων, βόμβες διασποράς, πύραυλοι αντί-ραντάρ και ένα πολυβόλο M61 Vulcan. Σημαντική είναι η ικανότητα χρήσης πυραύλων ανίχνευσης θερμότητας στους φορείς των ακροπτέρυγων, που του δίνει την ικανότητα περιορισμένης αυτοάμυνας ενάντι εναέριων στόχων, ή ακόμα και την προσβολή χαμηλά πετούμενων στόχων, όπως ελικόπτερα ή άλλα αεροσκάφη κρούσης.
Το οπλικό φορτίο μπορεί να τοποθετηθεί σε έξι πυλώνες στα φτερά και δύο σταθμούς κάτω από την άτρακτο, και μπορεί να έχει ένα μέγιστο βάρος 66 τόνων. Είναι επίσης ικανό για εναέριο ανεφοδιασμό άλλων αεροσκαφών, με τη χρήση 4 εξωτερικών δεξαμενών καυσίμων. Άλλα σημαντικά συστήματα μάχης του Corsair είναι:
Ικανότητα FLIR (Forward Looking Infrared - Μπροστινή Διόπτευση με Υπέρυθρες), για την διεκπεραίωση νυχτερινών αποστολών.
Δυνατότητα να φέρει πυλώνες ηλεκτρονικού πολέμου ALQ-119 και ALQ-131.
Ραντάρ APQ-126, με ικανότητες χρήσης για πλοήγηση και μάχη.
LTV A-7 Corsair II
The Ling-Temco-Vought A-7 Corsair II is a carrier-capable subsonic light attack aircraft introduced to replace the Douglas A-4 Skyhawk. The A-7 airframe design was based on the successful supersonic Vought F-8 Crusader. It was one of the first combat aircraft to feature a head-up display (HUD), aninertial navigation system (INS), and a turbofan engine.
The Corsair II initially entered service with the United States Navy during theVietnam War. It was later adopted by the United States Air Force, including the Air National Guard, to replace the Douglas A-1 Skyraider, North American F-100 Super Sabre and Republic F-105 Thunderchief. The aircraft was also exported to Greece in the 1970s, and Portugal in the late 1980s.
Design and Development
In 1962, the United States Navy began preliminary work on VAX (Heavier-than-air, Attack, Experimental), a replacement for the A-4 Skyhawk with greater range and payload. A particular emphasis was placed on accurate delivery of weapons to reduce the cost per target. The requirements were finalized in 1963, announcing the VAL (Heavier-than-air, Attack, Light) competition.
Compared to the F-8 fighter, the A-7 had a shorter, broader fuselage. The wing had a longer span, and the unique variable incidence wing of the F-8 was omitted. To achieve the required range, the A-7 was powered by a Pratt & Whitney TF30-P-6 turbofan producing 11,345 lbf (50.5 kN) of thrust,[1] the same innovative combat turbofan produced for the F-111 and early F-14 Tomcats, but without the afterburner needed for supersonic speeds.
The aircraft was fitted with an AN/APQ-116 radar, later followed by the AN/APQ-126, which was integrated into the ILAAS digital navigation system. The radar also fed a digital weapons computer which made possible accurate delivery of bombs from a greater stand-off distance, greatly improving survivability compared with faster platforms such as the F-4 Phantom II. It was the first U.S. aircraft to have a modern head-up display, (made by Marconi-Elliott), now a standard instrument, which displayed information such as dive angle, airspeed, altitude, drift and aiming reticle. The integrated navigation system allowed for another innovation – the projected map display system (PMDS) which accurately showed aircraft position on two different map scales.
The A-7 had a fast and smooth development. The YA-7A made its first flight on 27 September 1965, and began to enter Navy squadron service late in 1966. The first Navy A-7 squadrons reached operational status on 1 February 1967, and began combat operations over Vietnam in December of that year.
The A-7 offered a plethora of leading-edge avionics compared to contemporary aircraft. This included data link capabilities that, among other features, provided fully "hands-off" carrier landing capability when used in conjunction with its approach power compensator (APC) or auto throttle. Other notable and highly advanced equipment was a projected map display located just below the radar scope. The map display was slaved to the inertial navigation system and provided a high-resolution map image of the aircraft's position superimposed over TPC/JNC charts. Moreover, when slaved to the all-axis auto pilot, the inertial navigation system could fly the aircraft "hands off" to up to nine individual way points. Typical inertial drift was minimal for newly manufactured models and the inertial measurement system accepted fly over, radar, and TACAN updates.
Improved Versions
Secretary of Defense Robert McNamara prodded the Air Force to adopt not only the hugely successful F-4, but also the Navy's A-7 Corsair as a low-cost follow-on to F-105s until the troubled F-111 became operationally available, and as a close-air support replacement for the Douglas A-1 Skyraider. On 5 November 1965, the USAF announced that it would purchase a version of the A-7, designated the A-7D, for Tactical Air Command. The Air Force ordered the A-7D with a fixed high speed refueling receptacle behind the pilot optimized for the KC-135's flying boom rather than the folding long probe of the Navy aircraft. The most important difference from the preceding
In 1974, when the USS Midway (CV 41) became the first Forward Deployed Naval Force (FDNF) aircraft carrier to be homeported in Yokosuka, Japan, two A-7B squadrons assigned to Carrier Air Wing FIVE (CVW-5) were concurrently homeported at NAF Atsugi, Japan. In 1978, these squadrons (VA-93 and VA-56) finally transitioned to the much more advanced A-7E model. Six Naval Reserve squadrons would also eventually transition to the A-7, operating from NAS Jacksonville, Florida; NAS Atlanta/Dobbins ARB, Georgia; NAS New Orleans, Louisiana; NAS Alameda, California and NAS Point Mugu, California. An additional active duty squadron stood up in the 1980s, Tactical Electronic Warfare Squadron 34 (VAQ-34) at NAS Point Mugu, which would operate twin-seat TA-7C and EA-7L aircraft with both a pilot and a Naval Flight Officer in an adversary electronic warfare role.
Είναι Aμερικάνικης κατασκευής, μονοθέσιο, μονοκινητήριο, μαχητικό αεροσκάφος κρούσης, μεγάλης εμβέλειας και εντάχθηκε στο οπλοστάσιο της Π.Α. το 1975.
Πέντε διθέσια ΤΑ-7Η αγοράστηκαν το 1980 με σκοπό τη διευκόλυνση της επιχειρησιακής εκπαίδευσης ενώ ένα Α-7Η μετασκευάστηκε την ίδια χρονιά σε ΤΑ-7Η. Από το 1993 αρχίζουν να παραλαμβάνονται 62 μεταχειρισμένα Α-7Ε/ΤΑ-7C από αποθέματα του USN. Κυριότερες διαφορές τους σε σχέση με το Α-7Η είναι η ύπαρξη συστήματος FLIR και η δυνατότητα εναέριου ανεφοδιασμού.
Η Αμερικανική Π.Α. χρησιμοποίησε ευρέως το Α-7 στον πόλεμο του Βιετνάμ, στις επιχειρήσεις στην Λιβύη, το 1983 στην Αμερικάνικη επέμβαση στην Γρενάδα, το '89 στον Παναμά και το 1991 στη "Καταιγίδα της Ερήμου" όπου το αεροπλάνο διέπρεψε.
Τα Ελληνικά Α-7 έχουν αμιγώς ρόλο βομβαρδισμού και αρχικώς τοποθετήθηκαν στη Λάρισα (110 Π.Μ., 347 Μοίρα "Περσέας") και στη Σούδα (115 Π.Μ., 340 μοίρα "Αλεπού" και 345 μοίρα "Λαίλαψ").
Το 2002, μεταφέρθηκαν στον Άραξο (116 Π.Μ., 335 μοίρα "Τίγρης" και 336 μοίρα "Όλυμπος") στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης των βάσεων της Π.Α..
Τα αεροπλάνα προβλέπεται να αντικατασταθούν λίαν συντόμως με σύγχρονα μαχητικά. Η χώρα μας είναι το μοναδικό κράτος που χρησιμοποιεί το εν λόγω αεροσκάφος στον κόσμο.
Τεχνικά χαρακτηριστικά / Επιδόσεις
Πλήρωμα: 1 (Α-7Ε/Η) ή 2 (ΤΑ-7H) (ΤΑ-7C)
Κινητήρας: 1 Allison/Rolls Royce TF41-A-400 non-afterburning turbofan/ Ώση: 14.450 λίβρες
Εκπέτασμα Πτερύγων: 11.8μ
Μήκος: 14.06μ
Μέγιστη ταχύτητα: 0.94 Mach
Μέγιστο ύψος: 60.000 πόδια
A-7 Corsair II
Το A-7 Corsair II είναι Αμερικάνικης κατασκευής, μονοθέσιο, μονοκινητήριο, μαχητικό αεροσκάφος κρούσης μεγάλης εμβέλειας. Η Αμερικανική πολεμική αεροπορία χρησιμοποίησε ευρέως το Α-7 στον πόλεμο του Βιετνάμ, στις επιχειρήσεις στην Λιβύη, το 1983 στην Αμερικάνικη επέμβαση στην Γρενάδα, το1989 στον Παναμά και το 1991 στη «Καταιγίδα της Ερήμου» όπου το αεροπλάνο διέπρεψε. Το Α-7 ήταν ένα πρωτοπόρο για την εποχή του αεροπλάνο, με πολύ προηγμένα συστήματα μάχης και ναυσιπλοΐας, τα οποία απουσίαζαν ακόμα και από τα καλύτερα καταδιωκτικά της εποχής.
Ιστορία
Αν και το A-4 Skyhawk θεωρείτο αποτελεσματικό στον ρόλο κρούσης για το Αμερικανικό Ναυτικό, το αεροπλάνο αυτό ήταν πολύ απλοϊκής σχεδίασης για να φέρει πολύ προηγμένα συστήματα που προετοιμάζονταν για εισαγωγή σε υπηρεσία. Ταυτόχρονα, το μικρό του μέγεθος σήμαινε και μικρή ικανότητα μεταφοράς καυσίμων και οπλικού φορτίου. Έτσι, το 1964, παρουσιάστηκαν οι προδιαγραφές για το πρόγραμμα VAL (V = βαρύτερο του αέρα, A = κρούσης, L = ελαφρό) και οι κατασκευαστές αεροσκαφών κλήθηκαν να παρουσιάσουν τις προτάσεις τους.
Τελικά, τέσσερις εταιρείες συμμετείχαν: η Vought, η Douglas, η Grumman και η NAA. Καθώς το ναυτικό δεν ήθελε να επιβαρύνει πολύ τον προϋπολογισμό του και να επανεκπαιδεύσει εκτενώς το προσωπικό του, έθεσε ως όρο, οι προτάσεις που θα παρουσιάζονταν να είχαν ως βάση αεροσκάφη ήδη σε υπηρεσία. Φυσικός νικητής, υπό αυτές τις προϋποθέσεις ήταν το σχέδιο της Vought, η οποία κατασκεύαζε εκείνη τη χρονική περίοδο το F-8 Crusader, το κύριο καταδιωκτικό που επιχειρούσε από τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα. Κι αυτό, γιατί η πρότασή της ήταν στην ουσία μια αντιγραφή του Crusader, με κοντύτερη άτρακτο. Στις 19 Μαρτίου 1964, η Vought ανέλαβε την κατασκευή και την παράδοση των αεροσκαφών, με το χαρακτηριστικό A-7. Το αεροπλάνο ονομάστηκε αργότερα Corsair II, προς τιμήν του F4U Corsair της ίδιας εταιρείας.
Το A-7 πέταξε την πρώτη επιχειρησιακή αποστολή του το 1966 και παρέμεινε εν υπηρεσία με τον κύριο χρήστη τους, το Αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό, μέχρι τον Μάιο του 1991, ενώ σήμερα μόνο η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία χρησιμοποιεί τακτικά τον τύπο. Άλλες δύο χώρες, η Πορτογαλία και ηΤαϊλάνδη ήταν χρήστες του, όμως η Πορτογαλία απέσυρε τα αεροσκάφη της το 1999, ενώ τα Ταϊλανδικά A-7 παραμένουν επιχειρησιακά μόνο σε περίπτωση ιδιαίτερα έκτακτης ανάγκης. Η δε παραγωγή του αεροσκάφους σταμάτησε το 1984 και 1570 αεροσκάφη κατασκευάστηκαν συνολικά.
Το Αεροσκάφος
Το Corsair κινείται στις υψηλές υποηχητικές ταχύτητες, κινούμενο από έναν αεριοστροβιλοπροωθητήρα TF-41-A-400, δίχως μετάκαυση. Η προσφερόμενη ώση είναι 67 kN (15,000 lbf). Σε συνδυασμό με την μεγάλη γωνία του εκπετάσματος (sweep angle), ο κινητήρας δίνει τη δυνατότητα στο A-7 να κινηθεί με ταχύτητες της τάξης του Mach 0.94 στα 20,000 πόδια (~6,500 m), και με μια ακτίνα ενεργείας 1,900 ναυτικών μιλίων (3400+ χιλιόμετρα), που παραμένει μεγαλύτερη ακόμα και αυτή των πιο σύγχρονα ελαφρά μαχητικά όπως του F-16. Εντούτοις, η πλειοψηφία των πιλότων που πέταξε το αεροσκάφος θεωρούσε ότι ήταν αδύναμο από πλευράς κινητήρων και ότι αυτό του στερούσε δυνατότητες μάχης, ειδικά στον τομέα της αερομαχίας.
Το Α-7 εισήγαγε ορισμένες σημαντικές καινοτομίες. Η πρώτη και κυριότερη ήταν η χρήση Heads Up Display (HUD) σε αεροπλάνο. Το HUD βοήθησε σημαντικά στην αποτελεσματικότητα του ως ελαφρού βομβαρδιστικού, καθώς πλέον ο πιλότος είχε μια πλήρη εικόνα της πτητικής κατάστασης του αεροσκάφους και χειριζόταν τα οπλικά συστήματα ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε και επίγνωση της κατάστασης γύρω του. Δεύτερον, η ενοποίηση του ραντάρ AN/APQ-116 με το σύστημα πλοήγησης, το οποίο ήταν πλέον πλήρως ψηφιακό. Έτσι, το Α-7 μπορεί να διορθώνει μόνο του τις τυχόν αποκλίσεις του αδρανειακού συστήματος ναυσιπλοΐας που διαθέτει, καθώς και να δίνεται η δυνατότητα προβολής της θέσης του αεροσκάφους σε ψηφιακό χάρτη - άλλη μια καινοτομία που βοήθησε στην επιβίωση του σε δύσκολα περιβάλλοντα όπως στο Βιετνάμ και στην "Καταιγίδα της Ερήμου".
Τέλος, το πλήρως ψηφιακό σύστημα άφεσης όπλων χρησιμοποιήθηκε για να εκτελεστούν οι πρώτοι "χειρουργικοί" βομβαρδισμοί, είτε με "χαζές" είτε με "έξυπνες" βόμβες, και μάλιστα από μεγαλύτερα ύψη και αποστάσεις από ότι συνήθως, επιτρέποντας στο Corsair να παραμείνει εκτός ακτίνας των ελαφρών αεροπορικών και πυρών από ελαφρά όπλα ("trash fire" στην αργκό των πιλότων).
Το οπλικό φορτίο του Corsair μπορεί να είναι καθοδηγούμενα από λέιζερ βλήματα, πύραυλοι κατά τεθωρακισμένων, βόμβες διασποράς, πύραυλοι αντί-ραντάρ και ένα πολυβόλο M61 Vulcan. Σημαντική είναι η ικανότητα χρήσης πυραύλων ανίχνευσης θερμότητας στους φορείς των ακροπτέρυγων, που του δίνει την ικανότητα περιορισμένης αυτοάμυνας ενάντι εναέριων στόχων, ή ακόμα και την προσβολή χαμηλά πετούμενων στόχων, όπως ελικόπτερα ή άλλα αεροσκάφη κρούσης.
Το οπλικό φορτίο μπορεί να τοποθετηθεί σε έξι πυλώνες στα φτερά και δύο σταθμούς κάτω από την άτρακτο, και μπορεί να έχει ένα μέγιστο βάρος 66 τόνων. Είναι επίσης ικανό για εναέριο ανεφοδιασμό άλλων αεροσκαφών, με τη χρήση 4 εξωτερικών δεξαμενών καυσίμων. Άλλα σημαντικά συστήματα μάχης του Corsair είναι:
Ικανότητα FLIR (Forward Looking Infrared - Μπροστινή Διόπτευση με Υπέρυθρες), για την διεκπεραίωση νυχτερινών αποστολών.
Δυνατότητα να φέρει πυλώνες ηλεκτρονικού πολέμου ALQ-119 και ALQ-131.
Ραντάρ APQ-126, με ικανότητες χρήσης για πλοήγηση και μάχη.
LTV A-7 Corsair II
The Ling-Temco-Vought A-7 Corsair II is a carrier-capable subsonic light attack aircraft introduced to replace the Douglas A-4 Skyhawk. The A-7 airframe design was based on the successful supersonic Vought F-8 Crusader. It was one of the first combat aircraft to feature a head-up display (HUD), aninertial navigation system (INS), and a turbofan engine.
The Corsair II initially entered service with the United States Navy during theVietnam War. It was later adopted by the United States Air Force, including the Air National Guard, to replace the Douglas A-1 Skyraider, North American F-100 Super Sabre and Republic F-105 Thunderchief. The aircraft was also exported to Greece in the 1970s, and Portugal in the late 1980s.
Design and Development
In 1962, the United States Navy began preliminary work on VAX (Heavier-than-air, Attack, Experimental), a replacement for the A-4 Skyhawk with greater range and payload. A particular emphasis was placed on accurate delivery of weapons to reduce the cost per target. The requirements were finalized in 1963, announcing the VAL (Heavier-than-air, Attack, Light) competition.
To minimize costs, all proposals had to be based on existing designs. Vought, Douglas Aircraft, Grumman and North American Aviation responded. The Vought proposal was based on the successful F-8 Crusader fighter, having a similar configuration, but shorter and more stubby, with a rounded nose. It was selected as the winner on 11 February 1964, and on 19 March the company received a contract for the initial batch of aircraft, designated A-7. In 1965, the aircraft received the popular name Corsair II, after Vought's highly successful F4U Corsair of World War II. (There was also a Vought O2U Corsair biplane scout and observation aircraft in 1920s.)
Compared to the F-8 fighter, the A-7 had a shorter, broader fuselage. The wing had a longer span, and the unique variable incidence wing of the F-8 was omitted. To achieve the required range, the A-7 was powered by a Pratt & Whitney TF30-P-6 turbofan producing 11,345 lbf (50.5 kN) of thrust,[1] the same innovative combat turbofan produced for the F-111 and early F-14 Tomcats, but without the afterburner needed for supersonic speeds.
The aircraft was fitted with an AN/APQ-116 radar, later followed by the AN/APQ-126, which was integrated into the ILAAS digital navigation system. The radar also fed a digital weapons computer which made possible accurate delivery of bombs from a greater stand-off distance, greatly improving survivability compared with faster platforms such as the F-4 Phantom II. It was the first U.S. aircraft to have a modern head-up display, (made by Marconi-Elliott), now a standard instrument, which displayed information such as dive angle, airspeed, altitude, drift and aiming reticle. The integrated navigation system allowed for another innovation – the projected map display system (PMDS) which accurately showed aircraft position on two different map scales.
The A-7 had a fast and smooth development. The YA-7A made its first flight on 27 September 1965, and began to enter Navy squadron service late in 1966. The first Navy A-7 squadrons reached operational status on 1 February 1967, and began combat operations over Vietnam in December of that year.
The A-7 offered a plethora of leading-edge avionics compared to contemporary aircraft. This included data link capabilities that, among other features, provided fully "hands-off" carrier landing capability when used in conjunction with its approach power compensator (APC) or auto throttle. Other notable and highly advanced equipment was a projected map display located just below the radar scope. The map display was slaved to the inertial navigation system and provided a high-resolution map image of the aircraft's position superimposed over TPC/JNC charts. Moreover, when slaved to the all-axis auto pilot, the inertial navigation system could fly the aircraft "hands off" to up to nine individual way points. Typical inertial drift was minimal for newly manufactured models and the inertial measurement system accepted fly over, radar, and TACAN updates.
Improved Versions
Secretary of Defense Robert McNamara prodded the Air Force to adopt not only the hugely successful F-4, but also the Navy's A-7 Corsair as a low-cost follow-on to F-105s until the troubled F-111 became operationally available, and as a close-air support replacement for the Douglas A-1 Skyraider. On 5 November 1965, the USAF announced that it would purchase a version of the A-7, designated the A-7D, for Tactical Air Command. The Air Force ordered the A-7D with a fixed high speed refueling receptacle behind the pilot optimized for the KC-135's flying boom rather than the folding long probe of the Navy aircraft. The most important difference from the preceding
Navy versions was the adoption of the Allison TF41turbofan, a license-built version of the British Rolls-Royce Spey. With 14,500 lbf (64.5 kN) of thrust, the engine offered a considerable boost in performance. The M61 Vulcan cannon was selected in place of the twin single-barrel 20 mm cannon. In addition, avionics were upgraded. The YA-7D prototype with a TF30 flew on 6 April 1968, with the first TF41-engined aircraft taking to the air on 26 September 1968. The aircraft were later updated to carry the Pave Penny laser spot tracker to add the capability to drop guided bombs. A total of 459 were built and assigned to tactical fighter wings of the Tactical Air Command (TAC).
Production of Corsairs continued until 1984, yielding a total of 1,569 aircraft built. The A-7 Corsair has the distinction of being the only United States single seat jet fighter-bomber of the 1960s that was designed, built, and deployed directly into the Vietnam War.
Operational History
Initial operational basing/homeporting for U.S. Navy A-7 squadrons was at NAS Cecil Field, Florida for Atlantic Fleet units and NAS Lemoore, California for Pacific Fleet units. This was in keeping with the role of these bases in already hosting the A-4 Skyhawk attack squadrons that would eventually transition to the A-7. From 1967 – 1971 a total of 27 Navy squadrons took delivery of four different A-7A/B/C/E models. The Vought plant in Dallas, TX employed up to 35,000 workers turned out one aircraft a day for several years to support the Navy carrier-based needs for Vietnam and SE Asia and commitments to NATO in Europe.
Operational History
Initial operational basing/homeporting for U.S. Navy A-7 squadrons was at NAS Cecil Field, Florida for Atlantic Fleet units and NAS Lemoore, California for Pacific Fleet units. This was in keeping with the role of these bases in already hosting the A-4 Skyhawk attack squadrons that would eventually transition to the A-7. From 1967 – 1971 a total of 27 Navy squadrons took delivery of four different A-7A/B/C/E models. The Vought plant in Dallas, TX employed up to 35,000 workers turned out one aircraft a day for several years to support the Navy carrier-based needs for Vietnam and SE Asia and commitments to NATO in Europe.
In 1974, when the USS Midway (CV 41) became the first Forward Deployed Naval Force (FDNF) aircraft carrier to be homeported in Yokosuka, Japan, two A-7B squadrons assigned to Carrier Air Wing FIVE (CVW-5) were concurrently homeported at NAF Atsugi, Japan. In 1978, these squadrons (VA-93 and VA-56) finally transitioned to the much more advanced A-7E model. Six Naval Reserve squadrons would also eventually transition to the A-7, operating from NAS Jacksonville, Florida; NAS Atlanta/Dobbins ARB, Georgia; NAS New Orleans, Louisiana; NAS Alameda, California and NAS Point Mugu, California. An additional active duty squadron stood up in the 1980s, Tactical Electronic Warfare Squadron 34 (VAQ-34) at NAS Point Mugu, which would operate twin-seat TA-7C and EA-7L aircraft with both a pilot and a Naval Flight Officer in an adversary electronic warfare role.
Pilots of the early A-7s lauded the aircraft for general ease of flying (with the exceptions of poor stability on cross-wind landings and miserable stopping performance on wet runways with an inoperative anti-skid braking system) and excellent forward visibility but noted a lack of engine thrust. This was addressed with A-7B and more thoroughly with A-7D/E.
The turbofan engine provided a dramatic increase in fuel efficiency compared with earlier turbojets– the A-7D was said to have specific fuel consumption one sixth that of an F-100 Super Sabre at equivalent thrust. An A-7D carrying 12 x 500 lb (227 kg) bombs at 480 mph (775 km/h) at 33,000 ft (10,000 m) used only 3,350 lb (1,500 kg) of fuel per hour. Typical fuel consumption at mission retrograde during aircraft carrier recovery was approximately 30 pounds per minute compared to 100+ pounds per minute for the Phantom F-4J/N series.The A-7 Corsair II was tagged with the nickname "SLUF" ("Short Little Ugly Fucker") by pilots.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου