slider

9 Απρ 2013

Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗ


Ο ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ

Ο Καταπέλτης υπήρξε περίφημη αρχαία πολεμική μηχανή με την οποία εκσφενδονίζονταν αρχικά βέλη και αργότερα ακόντια και λίθοι. Εφευρέθηκε στη Σικελία περί το 399 π.Χ. και κυριάρχησε ως πολεμικό μέσο πολλών λαών μέχρι την ανακάλυψη της πυρίτιδας, αλλά και ακόμα νεότερα.


ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

Καταπέλτης

Κατά = εναντίον + Πέλτες = ασπίδες

Μηχάνημα που βάλλει κατά των πελτών, δηλαδή το μηχάνημα που ρίχνει εναντίον της άμυνας του εχθρού.


ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο Καταπέλτης, λεγόμενος και οξυβελής ήταν ένα βαρύ "εκηβόλο όπλο" που ανήκε στα χαρακτηριζόμενα κατά την αρχαιότητα "αφετήρια όργανα" ή "πολεμικές μηχανές" το οποίο εξακόντιζε βέλη και ακόντια. Εφευρέθηκε στη Σικελία από τους μηχανικούς που είχε προσκαλέσει ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο Πρεσβύτερος το 399 π.Χ. κατά τις προπαρασκευές που έκανε για την εκστρατεία του κατά της Καρχηδόνας.

Παρά ταύτα όταν ο στόλος των Καρχηδονίων, υπό τον Ιμίλκα εισέπλευσε αιφνιδιαστικά στον λιμένα της Μοτύης (στη Σικελία) οι Συρακόσιοι, όπως εξιστορεί ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ΙΔ΄ 3):

«από της γης τοις οξυβελέσι καταπέλτες χρώμενοι, συχνούς των πολεμίων ανήρουν. και γαρ κατάπληξιν είχε μεγάλη τούτο το βέλος δια το πρώτον ευρεθήναι κατ΄ εκείνον τον καιρόν ώστε Ιμίλκας, ου δυνάμενος κρατήσαι της επιβολής, απέπλευσεν».

Ο δε Πλούταρχος αφηγείται πως όταν ο βασιλεύς της Σπάρτης Αρχίδαμος, ο γιος του Αγησιλάου, είδε το πρώτο «καταπελτικό βέλος», που του προσκόμισαν από τη Σικελία πιθανόν για αγορά ή κατασκευή αναφώνησε έκπληκτος: «Ηράκλεις! απώλωλεν ανδρός αρετά!».

Έτσι το υπερσύγχρονο της εποχής εκείνης όπλο διαδόθηκε ταχύτατα σε όλες τις αρχαίες πόλεις - κράτη που εφοδιάζονταν μ΄ αυτό και τα οποία επιμελώς διατηρούσαν σε ειδικές αποθήκες. Μάλιστα σε πολλές πόλεις που έδιναν ιδιαίτερη σημασία στη στρατιωτική εκπαίδευση των νέων δημιούργησαν ειδικό αγώνισμα (διαγωνισμό) τη λεγόμενη καταπελταφεσία όπου στους νικητές "καταπελταφέτες" δίνονταν μεγάλες αμοιβές.


Τον ίδιο στρατιωτικό εξοπλισμό ακολούθησαν ομοίως και άλλοι λαοί όπως οι Καρχηδόνιοι, οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι. Έτσι με την εξάπλωση αυτή άρχισαν να κατασκευάζονται διάφορες παραλλαγές του αρχικού καταπέλτη προκειμένου να καλύψουν επιμέρους ιδιαίτερες ανάγκες λαμβάνοντας ονομασίες περισσότερο από την όψη που παρουσίαζαν αυτές και των οποίων όμως η αρχή λειτουργίας των παρέμενε η ίδια. Τέτοιες παραλλαγές ήταν ο σκορπιός, η χελώνα, ο κριός, ο όναγρος κ.λπ.

Από τις σωζόμενες περιγραφές δεν παρέχεται πλήρης γνώση του τρόπου λειτουργίας του καταπέλτη. Στις αρχές του 1900 προσπάθησαν Γάλλοι και Γερμανοί στρατιωτικοί μηχανικοί να κατασκευάσουν ομοιώματα των καταπελτών πλην όμως δεν κατάφεραν να πετύχουν την απόσταση βολής (βεληνεκές) των αρχαίων μηχανών παρόλο ότι χρησιμοποίησαν βέλη μήκους 0,88 μ. και όχι ακόντια, φθάνοντας μόλις τα 375 μέτρα έναντι των αρχαίων που έφθαναν τα 750 μέτρα.

ΟΙ ΚΑΤΑΠΕΛΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΩΣ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

Οι καταπέλτες διαφόρων τύπων αποτέλεσαν μια από τις μακροβιότερες κατηγορίες όπλων. Η χρήση τους κάλυψε μια χρονική περίοδο που υπερβαίνει τα 2.000 χρόνια.Η τελειοποίηση των μηχανών αυτών, η οποία συντελέσθηκε κατά τους ελληνιστικούς και τους ρωμαϊκούς χρόνους, οφείλεται στην ιδιοφυία Ελλήνων, κυρίως, μαθηματικών και μηχανικών. Η χρήση πολιορκητικών μηχανών εκτόξευσης βλημάτων κάθε είδους εκτείνεται σε βάθος χρόνου που υπερβαίνει τις δύο χιλιετίες, αρχίζοντας από την εποχή των Ασσυρίων (1000-700 π.Χ.) και φθάνοντας μέχρι τον ύστερο μεσαίωνα (15ος αιώνας μ.Χ.).

Ο όρος "πολιορκητικές" δεν είναι απόλυτα ακριβής στην περίπτωση των συγκεκριμένων μηχανών, διότι αυτές χρησιμοποιούντο τόσο από τους πολιορκητές, όσο και από τους πολιορκούμενους. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ιερουσαλήμ από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τίτο το 66 μ.Χ., οι υπερασπιστές της πόλης διέθεταν πάνω από 340 μηχανές εκτόξευσης λίθων, ενώ οι Ρωμαίοι από την πλευρά τους είχαν τοποθετήσει δεκάδες αντίστοιχες μηχανές εκτόξευσης λίθων και βελών πάνω σε τρεις τεράστιους πολιορκητικούς πύργους, τους οποίους είχαν επενδύσει με σιδερένια πετάσματα (ώστε οι πολιορκούμενοι να μη μπορούν να τους πυρπολήσουν).

Όσον αφορά την ονοματολογία των μηχανών αυτού του είδους, υπάρχουν διϊστάμενες απόψεις μεταξύ των ιστορικών. Μερικοί υποστηρίζουν ότι οι μηχανές θα έπρεπε να αναφέρονται με τις αρχικές τους ονομασίες (κάτι που δεν είναι πάντα εύκολο, εφόσον οι ονομασίες μηχανών ίδιου τύπου άλλαζαν με την πάροδο του χρόνου και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορεί να προσδιοριστεί σαφώς ο τύπος της μηχανής που αντιστοιχούσε στην αρχική ονομασία), ενώ άλλοι υιοθετούν μια απλούστερη και ίσως ρεαλιστικότερη προσέγγιση, περιγράφοντας συνοπτικά τις μηχανές αυτές ως καταπέλτες.


Ένας τρίτος τρόπος αναφοράς είναι η κατηγοριοποίηση των μηχανών με βάση την αρχή λειτουργίας τους. Με βάση την αρχή λειτουργίας τους οι καταπέλτες μπορούν να καταταγούν σε τρεις γενικές κατηγορίες: τις μηχανές που λειτουργούν με την αρχή της τάσης (π.χ. λυγίζοντας τους βραχίονες ενός τόξου), τις μηχανές οι οποίες λειτουργούν με την αρχή της στρέψης (π.χ. με τη συστροφή σχοινιών ή ινών) και εκείνες οι οποίες λειτουργούν με τη βοήθεια αντιβάρων.

Μερικοί ιστορικοί ονομάζουν τις μηχανές της πρώτης κατηγορίας βαλλίστρες (ρωμ. balistae), αυτές της δεύτερης κατηγορίας καταπέλτες (για τις μηχανές αυτές χρησιμοποιούνται επίσης οι μεσαιωνικής προέλευσης όροι mangonel ή mangon), ενώ οι μηχανές της τρίτης κατηγορίας αναφέρονται με τη μεσαιωνική τους ονομασία trebuchet (για τις μηχανές αυτές δεν υπάρχει αντίστοιχος Ελληνικός ή Ρωμαϊκός όρος, εφόσον επινοήθηκαν κατά τον 12ομ.Χ. αιώνα).

Η λέξη καταπέλτης είναι Ελληνική και η ετυμολογία της υποδηλώνει την καταστρεπτική ισχύ του όπλου. Η πέλτη ήταν η ασπίδα που έφεραν οι ελαφρά οπλισμένοι πελταστές, ενώ η πρόθεση "κατά"υποδηλώνει κίνηση προς τα κάτω ή εναντίωση. Συνεπώς ο καταπέλτης είναι ένα όπλο που μπορεί να καταβάλει (να "νικήσει") την ασπίδα. Σύμφωνα με μια άλλη ετυμολογία το δεύτερο συνθετικό της λέξης καταπέλτης (η λέξη αναφέρεται και ως καταπάλτης) προέρχεται από το ρήμα πάλλω (στριφογυρίζω).

Οι Έλληνες (οι οποίοι και τελειοποίησαν τους καταπέλτες των δύο πρώτων κατηγοριών) και στη συνέχεια οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν περισσότερο εξειδικευμένους όρους για την περιγραφή συγκεκριμένων μηχανών, όπως ευθύτονον, παλίντονον, λιθοβόλος, καρροβαλίστρα ή όναγρος.Τα συνήθη βλήματα που εκτόξευαν οι καταπέλτες περιελάμβαναν βέλη μεγάλου μεγέθους, ακόντια,λίθους, μολύβδινες σφαίρες και εμπρηστικά υλικά. Μερικές φορές οι πολιορκητές (ιδίως κατά τον Μεσαίωνα) δεν δίσταζαν να εκτοξεύσουν πτώματα άρρωστων ζώων (ώστε να προκαλέσουν ασθένειες ή επιδημίες μεταξύ των πολιορκουμένων) ή ανθρώπινα μέλη (κάποτε και ζωντανούς αιχμαλώτους) για να τρομοκρατήσουν τους υπερασπιστές.


Αν και τα κατασκευαστικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά των μηχανών κάθε κατηγορίας ήταν παρόμοια, οι καταπέλτες ποίκιλλαν αρκετά σε μέγεθος, βάρος και ισχύ. Η χρήση των μηχανών από τακτική άποψη σχετιζόταν αφενός με τις περισσότερο ή λιγότερο εξελιγμένες μεθόδους οργάνωσης και μάχης κάθε στρατού και αφετέρου με τις δυνατότητες των ίδιων των μηχανών, που αντιστοιχούσαν στη γενικότερη τεχνογνωσία των κατασκευαστών και της εποχής.

Γενικά, πάντως, μπορούμε να πούμε ότι τουλάχιστον μέχρι την εποχή της επινόησης του trebuchet (το οποίο κατέστησε δυνατή την εκτόξευση λίθων βάρους 120-150 kg και μερικές φορές ως και 450 kg), οι μηχανές εκτόξευσης σπάνια χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα διάνοιξης ρηγμάτων σε ισχυρά τείχη. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούντο είτε ως όπλα κατά προσωπικού, είτε για την καταστροφή των ασθενέστερων οδοντωτών επάλξεων των τειχών και γενικά των ελαφρύτερων οχυρωματικών κατασκευών και για την πυρπόληση μηχανών, κατασκευών ή εγκαταστάσεων των αντιπάλων.

Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι καταπέλτες αποτελούσαν το αντίστοιχο του σημερινού πυροβολικού, αλλά στην πραγματικότητα αντιστοιχούσαν περισσότερο στα σημερινά βαρέα όπλα υποστήριξης του πεζικού. Στην πράξη η χρήση των μηχανών από τους επιτιθέμενους (πολιορκητές), τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και κατά τον μεσαίωνα, ήταν συμπληρωματική άλλων αμεσότερων πολιορκητικών τεχνικών και μέσων με τα οποία επιδιωκόταν η παραβίαση των τειχών και των οχυρώσεων.

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΠΕΛΤΩΝ

Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις η ανάπτυξη των βασικών πολιορκητικών τεχνικών και των συναφών μέσων συντελέσθηκε κατά την περίοδο της ακμής της αυτοκρατορίας των Ασσυρίων (1000-700π.Χ.). Οι βασικές τεχνικές πολιορκίας που ανέπτυξαν οι Ασσύριοι εφαρμόστηκαν χωρίς διακοπή κατά τη διάρκεια μιας ευρύτατης χρονικής περιόδου που φθάνει μέχρι τον 15ο αιώνα μ.Χ. και την εμφάνιση αξιόπιστων πυροβόλων όπλων, τα οποία επέφεραν ριζικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της πολεμικής τέχνης.


Η πολιορκία πόλεων ή οχυρών αποτελούσε (και εξακολουθεί να αποτελεί) μια σύνθετη πολεμική πράξη, η οποία για να διεξαχθεί με επιτυχία απαιτούσε εξελιγμένη τεχνογνωσία και στρατιωτική οργάνωση. Όλες οι παραλλαγές των πολιορκητικών τεχνικών και τα μέσα για την εφαρμογή τους αναπτύχθηκαν ως απαντήσεις στα στρατιωτικά προβλήματα που έθεταν τα τείχη και οι υπόλοιπες οχυρωματικές κατασκευές οι οποίες προστάτευαν πόλεις και θέσεις στρατηγικής σημασίας.

Κάθε επιτιθέμενος που βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα τείχος, είχε τέσσερις βασικές επιλογές.

- Η πρώτη ήταν ηπερικύκλωση και η απομόνωση της πόλης ή της θέσης που προστάτευε το τείχος (ώστε να μην είναι δυνατός ο ανεφοδιασμός και η άφιξη ενισχύσεων) και η αναμονή, έως ότου η έλλειψη τροφίμων, νερού και πολεμοφοδίων ανάγκαζε τη φρουρά να παραιτηθεί από την υπεράσπιση και να παραδοθεί.

- Η δεύτερη επιλογή των επιτιθεμένων ήταν να υπερπηδήσουν τα τείχη είτε ανεβαίνοντας σε αυτά με τη βοήθεια κλιμάκων, είτε φθάνοντας στην κορυφή τους με τη βοήθεια πολιορκητικών πύργων.

- Η τρίτη μέθοδος ήταν η διάνοιξη ρήγματος ή ρηγμάτων στα τείχη μέσα από τα οποία θα μπορούσαν να εισέλθουν οι επιτιθέμενοι.

- Η τέταρτη μέθοδος ήταν η υπονόμευση των τειχών με τη διάνοιξη σήραγγας κάτω από αυτά και η δημιουργία ρήγματος μέσω της κατάρρευσης του τμήματος που είχε υπονομευθεί.

Οι παραπάνω τεχνικές απαιτούσαν διαφορετικά μέσα και μεθόδους, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις οι δυνάμεις οι οποίες ανελάμβαναν να τις εφαρμόσουν έπρεπε να υποστηριχθούν. Εκτός από τα τόξα, τις σφενδόνες και τα άλλα ατομικά όπλα βολής, κύρια όπλα υποστήριξης των επιτιθεμένων ήταν οι καταπέλτες διαφόρων ειδών. Τα βαρύτερα και καταστρεπτικότερα βλήματα που εκτόξευαν οι μηχανές εκείνες μπορούσαν να απωθήσουν τους αμυνόμενους από τμήματα των τειχών ώστε να εξασφαλίσουν την αναγκαία ελευθερία κινήσεων για τη χρήση κριών και άλλων πολιορκητικών μηχανών, να φθείρουν τον αντίπαλο προκαλώντας απώλειες και καταστρέφοντας τις εγκαταστάσεις του ή να εξασφαλίσουν την υπεροχή κατά την κρίσιμη στιγμή της εφόδου.


Για τους αμυνόμενους, από την άλλη πλευρά, η χρήση αντίστοιχων μηχανών, η οποία αποσκοπούσε στην απώθηση των επιτιθεμένων μέσω της πρόκλησης απωλειών και της καταστροφής των πολιορκητικών τους μηχανών, συχνά είχε μεγαλύτερη τακτική σημασία, εφόσον η επιτυχής (γι' αυτούς) έκβαση του αγώνα κρινόταν σε μεγάλο βαθμό από τον αριθμό,την ισχύ και την αποτελεσματική χρήση των μηχανών τους. Η πρώτη μέθοδος, της περικύκλωσης και της απομόνωσης, παρείχε στον επιτιθέμενο τα πλεονεκτήματα της εξοικονόμησης δυνάμεων και της ελαχιστοποίησης των απωλειών του.

Η χρήση των καταπελτών από τους επιτιθέμενους στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μεθόδου πολιορκίας, συνέβαλλε στην ταχύτερη εξάντληση των αμυνομένων, προκαλώντας απώλειες στο προσωπικό και καταστροφή των εγκαταστάσεων και των εφοδίων τους (π.χ. πυρπόληση οικιών, αποθηκών κλπ.). Πάντως η μέθοδος του αποκλεισμού και της εξάντλησης των πολιορκουμένων δεν αποτελούσε πάντοτε εγγύηση επιτυχίας. Κατ' αρχάς και οι πολιορκητές είχαν ανάγκες σε τρόφιμα, νερό και εφόδια (μερικές φορές πιo επείγουσες απ' ότι οι πολιορκούμενοι) τα οποία έπρεπε να μεταφέρουν από δικές τους βάσεις ανεφοδιασμού ή να προμηθεύονται από τη γύρω περιοχή.

Η πρώτη λύση ήταν χρονοβόρα και απαιτούσε επιπλέον δυνάμεις για την προστασία των βάσεων και των γραμμών ανεφοδιασμού, ενώ η δεύτερη λύση μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολη, είτε επειδή οι αμυνόμενοι θα είχαν μεταφέρει μέσα στα τείχη ή θα είχαν καταστρέψει ο,τι δήποτε μπορούσε να συντηρήσει τον εχθρό, είτε διότι η άγονη γύρω περιοχή (π.χ. Μέση Ανατολή) δεν το επέτρεπε. Στο πλαίσιο της παραπάνω μεθόδου πολιορκίας η χρήση καταπελτών από τους πολιορκούμενους ήταν περιορισμένη και αφορούσε ευκαιριακά πλήγματα κατά των ανδρών ή των εγκαταστάσεων του εχθρού ή την υποστήριξη ενεργητικών μεθόδων άμυνας (π.χ. εγχειρημάτων και αντεπιθέσεων ή προσπαθειών διάσπασης του κλοιού).

Όσον αφορά τη δεύτερη τεχνική πολιορκίας (υπερπήδηση τειχών), η αναρρίχηση με τη βοήθεια κλιμάκων ήταν η απλούστερη και αμεσότερη αλλά και πιο αιματηρή λύση. Οι πολιορκητές έπρεπε να φθάσουν στη βάση των τειχών, να στερεώσουν τις κλίμακες και να ανέβουν στην κορυφή τους υπό καταιγισμό βελών, ακοντίων και λίθων των αμυνομένων, οι οποίοι ταυτόχρονα απωθούσαν και έριχναν τις κλίμακες (και τους ανερχόμενους) στο έδαφος. Οσοι κατάφερναν να φθάσουν στην κορυφή των τειχών έπρεπε να απωθήσουν τους αμυνόμενους μαχόμενοι σώμα με σώμα και να ασφαλίσουν ένα τμήμα των τειχών, ώστε να καταφέρουν να ανέβουν και άλλοι σύντροφοί τους και στη συνέχεια να προωθηθούν στο εσωτερικό των τειχών ή να ανοίξουν κάποια πύλη ώστε να εισέλθουν και οι υπόλοιποι.


Η χρήση καταπελτών για την καταστροφή των επάλξεων και την αραίωση ή την απώθηση των αμυνομένων από τα σημεία επίθεσης, ήταν ο προφανής και ίσως ο μόνος τρόπος υποστήριξης που μπορούσαν να έχουν οι επιτιθέμενοι οι οποίοι ενεργούσαν με αυτόν τον τρόπο. Εξίσου προφανής ήταν η τακτική σκοπιμότητα της χρήσης αντίστοιχων μηχανών από τους αμυνόμενους. Οι έφοδοι αυτού του είδους τις περισσότερες φορές σημείωναν αιματηρή αποτυχία, ιδίως όταν οι υπερασπιστές ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι και αποφασισμένοι.

Άλλωστε ακόμη και αν οι επιτιθέμενοι κατάφερναν να καταλάβουν ένα μέρος του τείχους, πολλές φορές δεν μπορούσαν να προωθηθούν παραπέρα. Οι διάδρομοι στην κορυφή των τειχών συνήθως ήταν διακεκομμένοι και οι υπερασπιστές τραβούσαν τις σανίδες που γεφύρωναν τα κενά, απομονώνοντας όσους ανέβαιναν σε ένα μικρό τμήμα των τειχών και κτυπώντας τους με καταπέλτες και άλλα όπλα βολής από τους γειτονικούς πύργους. Σε γενικές γραμμές οι περισσότερο οργανωμένοι στρατοί δεν χρησιμοποιούσαν (παρά μόνον ευκαιριακά) την τεχνική της αναρρίχησης και της υπερπήδησης των τειχών με κλίμακες.

Οι πολιορκητικοί πύργοι αποτελούσαν αποτελεσματικότερο μέσο για την υπερπήδηση των τειχών,επιτρέποντας σε μεγάλο αριθμό επιτιθεμένων να φθάσει ταυτόχρονα στην κορυφή των τειχών με μικρές απώλειες. Οι πολιορκητικοί πύργοι ήταν ένα από τα παλαιότερα (αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη) και τα μακροβιότερα πολιορκητικά μέσα. Κατασκευάζονταν από ξύλο, είχαν ύψος μεγαλύτερο του ύψους των τειχών, μετακινούντο πάνω σε τροχούς ή ξύλινους κυλίνδρους, ενώ οι πλευρές τους ήταν καλυμμένες με σανίδες, βρεγμένα δέρματα ή άλλα υλικά που προστάτευαν τους επιτιθέμενους από τα βλήματα ή τα εμπρηστικά υλικά τα οποία εκτόξευαν οι αμυνόμενοι.

Όταν οι πύργοι πλησίαζαν σε κατάλληλη απόσταση από τα τείχη, οι επιτιθέμενοι κατέβαζαν γέφυρες πάνω στα τείχη και ορμούσαν κατά των αμυνομένων. Στο εσωτερικό των πύργων υπήρχαν κλίμακες από τις οποίες ανέρχονταν ενισχύσεις, ώστε η ροή των επιτιθεμένων να είναι συνεχής. Οι καταπέλτες αποτελούσαν απαραίτητο εξοπλισμό των πολιορκητικών πύργων. Τοποθετούντο στην κορυφή των πύργων σε αριθμούς ανάλογους του μεγέθους τους και εκτόξευαν βροχή βελών και λίθων υποστηρίζοντας την έφοδο των επιτιθεμένων.


Οι αμυνόμενοι εφάρμοζαν δύο βασικές μεθόδους αντιμετώπισης των πολιορκητικών πύργων.

- Η πρώτη και ασφαλέστερη ήταν η διάνοιξη τάφρου, την οποία οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν να γεφυρώσουν με χώμα, πέτρες και ξύλα. Μερικές φορές οι αμυνόμενοι, όταν γνώριζαν ότι επίκειται πολιορκία,δημιουργούσαν οπές και τάφρους έξω από τα τείχη, τα οποία κάλυπταν στη συνέχεια με κλαδιά και χώμα ώστε να μη διακρίνονται, με σκοπό την ακινητοποίηση ή την ανατροπή των πύργων.

- Η δεύτερη μέθοδος ήταν η χρήση καταπελτών με τους οποίους οι αμυνόμενοι εκτόξευαν βέλη, ακόντια, λίθους και εμπρηστικά υλικά, προσπαθώντας να εμποδίσουν τη γεφύρωση των τάφρων, να καταστρέψουν ή να πυρπολήσουν τους ίδιους τους πύργους, να προκαλέσουν απώλειες στους άνδρες που μετέφεραν και στις ομάδες που τους ωθούσαν και τους μετακινούσαν.

Μερικές φορές οι αμυνόμενοι αντιμετώπιζαν τους πολιορκητικούς πύργους κατασκευάζοντας έναν παρόμοιο πύργο πίσω από το απειλούμενο τμήμα των τειχών (βλ. πολιορκία του Δυρραχίου από τους Φράγκους, το έτος 1108), πάνω στον οποίο τοποθετούσαν μηχανές και άνδρες. Στο πλαίσιο αυτής της μεθόδου αξίζει να αναφέρουμε και ένα άλλο μέσο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την υπερπήδηση τειχών και άλλων οχυρώσεων: επρόκειτο για το τήλενον, το οποίο επινόησε ο μηχανικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Διάδης.

Το τήλενον ήταν ένα μεγάλο καλάθι (ή "κουβάς") μέσα στο οποίο μπορούσαν να χωρέσουν αρκετοί οπλισμένοι άνδρες και το οποίο στερεωνόταν στην άκρη ενός επιμήκους βραχίονα. Το άλλο άκρο του βραχίονα στηριζόταν σε έναν ξύλινο σκελετό μεγάλου ύψους,ενώ ο βραχίονας μπορούσε να ανεβοκατεβαίνει με τη βοήθεια τροχαλιών. Με τη βοήθεια του τηλένου ήταν δυνατή η υπερπήδηση τειχών ή άλλων εμποδίων και η μεταφορά ικανού αριθμού ανδρών κατευθείαν πάνω στις οχυρώσεις του εχθρού.

- Η τρίτη πολιορκητική τεχνική, της διάνοιξης ρήγματος στα τείχη μέσα από το οποίο θα μπορούσαν να εισέλθουν οι επιτιθέμενοι, βασιζόταν στη χρήση ποικιλίας πολιορκητικών κριών (συνήθως ξύλινων κορμών με μεταλλική κεφαλή) και άλλων εργαλείων, με τη βοήθεια των οποίων οι επιτιθέμενοι γκρέμιζαν μέρος των τειχών (συνηθέστερα) ή επιτίθεντο στην πύλη (σπανιότερα).


Για την προστασία των χειριστών του κριού από τα βέλη, τα ακόντια, τις πέτρες ή τα εμπρηστικά υλικά των αμυνομένων χρησιμοποιούντο διάφορα ξύλινα υπόστεγα καλυμμένα με σανίδες και υγρά δέρματα, τα οποία μετακινούντο ως τα τείχη με τροχούς, ενώ ο κριός ήταν αναρτημένος με σχοινιά ή αλυσίδες σε δοκό στο εσωτερικό τους. Οι χειριστές του κριού τραβούσαν και ωθούσαν τον κριό ο οποίος εκινείτο σαν εκκρεμές προσκρούοντας με ορμή στα τείχη.

Εκτός από τον κριό οι πολιορκητές χρησιμοποιούσαν και ένα άλλο αιχμηρό εργαλείο (ρωμ. musculus) για τη διάνοιξη ρήγματος, το οποίο έθραυε το συνδετικό υλικό στη λιθοδομή των τειχών,ώστε να γίνει δυνατή η χαλάρωση των λίθων και να διευκολυνθεί η δημιουργία ρήγματος. Η χρήση καταπελτών από τους επιτιθέμενους στο πλαίσιο αυτής της πολιορκητικής τεχνικής, αποσκοπούσε στην κάλυψη και στη διευκόλυνση του έργου των χειριστών του κριού, απωθώντας τους αμυνόμενους από το σημείο της επίθεσης, ενώ από την πλευρά τους οι αμυνόμενοι προσπαθούσαν με αντίστοιχες μηχανές να εξουδετερώσουν τους χειριστές και να καταστρέψουν ή να πυρπολήσουν τους κριούς.

Επίσης μερικές φορές οι αμυνόμενοι χρησιμοποιούσαν μεγάλες αρπάγες και σχοινιά για να συλλάβουν και να αναποδογυρίσουν τους κριούς (η συγκεκριμένη τεχνική χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με χρονικό της εποχής, για την ανατροπή του κριού των σταυροφόρων που πολιορκούσαν την Τύρο το έτος 1111). Η μέθοδος της υπονόμευσης των τειχών ήταν χρονοβόρα αλλά ίσως η πλέον αποτελεσματική. Οι επιτιθέμενοι άνοιγαν μια σήραγγα ξεκινώντας από τις γραμμές τους, μέχρι να φθάσουν κάτω από το σημείο του τείχους που είχαν επιλέξει.

Όταν έφθαναν κάτω από τα θεμέλια του τείχους διεύρυναν τη σήραγγα και προς τις δύο πλευρές, ώστε να καλύπτει το επιθυμητό πλάτος του ρήγματος το οποίο σκόπευαν να προκαλέσουν. Οι λίθοι του τείχους στην οροφή του "θαλάμου" που εδημιουργείτο με τον τρόπο αυτόν, υποστηρίζονταν με ξύλινα δοκάρια και κολώνες. Όταν οι επιτιθέμενοι ολοκλήρωναν την εκσκαφή στο επιθυμητό εύρος, γέμιζαν τον θάλαμο με εύφλεκτα υλικά τα οποία κατόπιν πυρπολούσαν.


Η ξυλεία που στήριζε τους λίθους καιγόταν και το υποστηριζόμενο τμήμα του τείχους κατέρρεε, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ρήγματος. Η κατασκευή θεμελίων μεγάλου εύρους και πάχους για τα τείχη αποτελούσε μια προληπτική μέθοδο άμυνας, αλλά ο αποτελεσματικότερος τρόπος ήταν η ανέγερση των κάστρων και των οχυρώσεων σε βραχώδες έδαφος ή πίσω από μεγάλα υδάτινα κωλύματα.

Μια άλλη αμυντική τεχνική βασιζόταν στη διάνοιξη μιας αντι-σήραγγας η οποία είτε συναντούσε τη σήραγγα των επιτιθέμενων (και ακολουθούσε μάχη σώμα με σώμα για την απώθησή τους και την καταστροφή της σήραγγας πριν αυτή φθάσει στο τείχος), είτε την υπονόμευε με ανάλογο τρόπο από κάτω. Η χρήση καταπελτών στο πλαίσιο της παραπάνω μεθόδου, αφορούσε κυρίως την υποστήριξη των δυνάμεων κατά τη στιγμή της εφόδου στο ρήγμα που είχε δημιουργηθεί.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΠΕΛΤΩΝ

Από την αρχαιότητα ως την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι οι Ασσύριοι διέθεταν διάφορες μηχανές εκτόξευσης λίθων και εμπρηστικών υλικών, αλλά οι κύριες πολιορκητικές μηχανές τις οποίες χρησιμοποιούσαν ήταν ο κριός και ο πολιορκητικός πύργος. Πάντως μέχρι το 400 π.Χ. ούτε οι Πέρσες, ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Κινέζοι είχαν καταφέρει να βελτιώσουν σημαντικά τις πολιορκητικές τεχνικές και τα όπλα των Ασσυρίων. Από την εποχή εκείνη και μετά σημειώθηκαν μεγάλες πρόοδοι στην ανάπτυξη της οικογένειας των καταπελτών, αρχικά από Έλληνες και αργότερα από Ρωμαίους μηχανικούς και τεχνικούς.


Σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται η ανάπτυξη των καταπελτών ήταν ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος, τύραννος των Συρακουσών. Το 399 π.Χ. ο Διονύσιος εγκαινίασε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε "εξοπλιστικό πρόγραμμα" με βάση έρευνα και ανάπτυξη με σκοπό να προετοιμάσει την πόλη του για μακρόχρονη σύγκρουση με μια άλλη μεγάλη δύναμη της Μεσογείου, τους Καρχηδονίους. Ο Διονύσιος συγκρότησε ομάδες "ειδικών" αποτελούμενες από μηχανικούς και μαθηματικούς, στους οποίους παρείχε αρκετά οικονομικά και άλλα κίνητρα για να σχεδιάσουν νέα και πρωτότυπα όπλα.

Μεταξύ των όπλων που σχεδίασαν οι τεχνικοί του Διονυσίου ήταν και οι πρώτοι μηχανικοί καταπέλτες, οι οποίοι βασίζονταν στη χρήση τόξου για την εκτόξευση βελών και (σπανιότερα)λίθων. Η καινοτομία των όπλων εκείνων συνίστατο στη χρησιμοποίηση μηχανικών συστημάτων για την τάνυση και την απελευθέρωση της χορδής (και του βέλους), τα οποία κατέστησαν δυνατή τη χρήση ιδιαίτερα ισχυρών τόξων και την εκτόξευση βελών μεγαλύτερου βάρους και (συνεπώς) διατρητικής ισχύος απ' ότι τα φορητά τόξα.Οι πρώτοι εκείνοι καταπέλτες, οι οποίοι θα μπορούσαν να περιγραφούν και ως γιγαντιαίες βαλλίστρες, αποτελούντο από τα εξής κύρια μέρη:

- Το σύνθετο τόξο (composite bow), το οποίο αποτελείτο από ξύλινο στέλεχος-πυρήνα. Στην εμπρόσθια όψη αυτού συγκολλούνταν τένοντες ζώων (ανθεκτικοί στον εφελκυσμό) και στην οπίσθια όψη κεράτινα πλακίδια (ανθεκτικά στη συμπίεση). Η κατασκευή αυτή καθιστούσε τα σύνθετα τόξα πολύ ισχυρότερα από τα τόξα που κατασκευάζονταν από απλό ξύλο.

- Τον κορμό, έναν επιμήκη ξύλινο βραχίονα με αύλακα και οδηγούς στο μέσο, στο εμπρόσθιο άκρο του οποίου στερεωνόταν το τόξο, ενώ στο οπίσθιο τμήμα του στερεωνόταν ο μηχανισμός τάνυσης της χορδής. Στις πρώιμες εκδόσεις του όπλου ως μηχανισμός τάνυσης χρησιμοποιείτο ένα γραμμικό επίσχεστρο (λοξές οδοντώσεις σε γραμμική διάταξη) με όνυχα, το οποίο αργότερα αντικαταστάθηκε από περιστροφική διάταξη (καστάνια). Μέσα στην αύλακα και πάνω στους οδηγούς του κορμού εκινείτο εμπρός και πίσω ο ολισθητήρας.


Ο ολισθητήρας ήταν ένα επίμηκες ξύλινο στέλεχος κατάλληλου πλάτους ώστε να εφαρμόζει μέσα στην αύλακα του κορμού και έφερε και αυτός αύλακα στο πάνω τμήμα του, μέσα στην οποία ετοποθετείτο (και εκινείτο κατά τη στιγμή της εκτόξευσης) το βέλος. Στο πίσω τμήμα του ολισθητήρα υπήρχε ένα άγκιστρο για την τάνυση της χορδής και ένας μοχλός για την απελευθέρωσή της.

- Τη βάση, πάνω στην οποία στηριζόταν ο κορμός. Μια σημαντική καινοτομία της βάσης του καταπέλτη ήταν ο τρόπος σύνδεσής της με τον κορμό: για να λύσουν το πρόβλημα της σκόπευσης σε διάφορες αποστάσεις και προς διάφορες κατευθύνσεις, οι μηχανικοί του Διονυσίου επινόησαν έναν αρθρωτό σύνδεσμο ο οποίος επέτρεπε στο όπλο να στρέφεται κατά διεύθυνση και να κλίνει καθ' ύψος πάνω στη βάση του. Ο σύνδεσμος αυτός αποτέλεσε την πρώτη εφαρμογή του συστήματος της "ελεύθερης άρθρωσης" (universal joint), που θεωρείται επινόηση του 16ου ή 17ου αιώνα και αποδίδεται στον Τζιρόλαμο Καρντάνο (ή στον Ρόμπερτ Χουκ κατ' άλλους).

Ο χειρισμός του καταπέλτη γινόταν με τον εξής τρόπο:

Ο ολισθητήρας συρόταν προς τα εμπρός ώστε το άγκιστρο να τοποθετηθεί στη χορδή. Κατόπιν ο χειριστής, στρέφοντας με τη βοήθεια μοχλών ένα βαρούλκο, έσυρε τον ολισθητήρα προς τα πίσω, κάμπτοντας το τόξο και τεντώνοντας τη χορδή. Οολισθητήρας με την αγκιστρωμένη χορδή ακινητοποιείτο με τη βοήθεια ονύχων που εισέρχονταν στις οδοντώσεις του επίσχεστρου. Μετά την επιθυμητή τάνυση της χορδής ο χειριστής τοποθετούσε το βέλος στην αύλακα του ολισθητήρα και το όπλο ήταν έτοιμο για βολή.

Ανασηκώνοντας με τη βοήθεια ενός μικρού μοχλού το άγκιστρο, η χορδή απελευθερωνόταν και το βέλος εκτοξευόταν.Τα βέλη διέθεταν βαριά σιδερένια αιχμή, είχαν μήκος ως 2 m και αποτελούσαν στην πραγματικότητα ελαφρά ακόντια. Οι καταπέλτες αυτού του τύπου χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως όπλα κατά προσωπικού,εφόσον τα βέλη (και οι μικροί λίθοι) που εκτόξευαν δεν μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντική ζημιά σε λίθινες οχυρώσεις. Συνεπώς η χρήση τους από τακτική άποψη ευνοούσε κατά κανόνα τον αμυντικό αγώνα από οχυρωμένες θέσεις (δηλαδή τους πολιορκούμενους και όχι τους πολιορκητές).


Όπως και αν είχε πάντως, αποτελούσαν επίφοβα όπλα, ιδίως όταν στρέφονταν κατά πυκνών εχθρικών συγκεντρώσεων. Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τον κλονισμό που προκαλούσαν στις γραμμές του αντιπάλου τα βαριά βέλη που εκτόξευαν οι καταπέλτες, τα οποία μπορούσαν να διαπεράσουν ασπίδες,πανοπλίες και τρεις ή τέσσερις άνδρες. Καταπέλτες αυτού του τύπου χρησιμοποιούντο (σπανιότερα) και για την εκτόξευση μικρών λίθων ή μολύβδινων σφαιρών που τοποθετούντο σε έναν μικρό δερμάτινο θύλακα στο μέσο της χορδής. Τα βλήματα αυτά, παρά το ότι εκτοξεύονταν με μεγάλη ταχύτητα, δεν ήταν πολύ μεγαλύτερα εκείνων που εκτοξεύονταν από σφενδόνες.

Το επόμενο σημαντικό βήμα στην εξέλιξη των συγκεκριμένων όπλων πραγματοποιήθηκε μισό περίπου αιώνα μετά την επινόηση των καταπελτών του Διονυσίου και αφορούσε την αντικατάσταση του τόξου από συνεστραμμένα σχοινιά κατασκευασμένα από τένοντες και τρίχες, τα οποία αποτελούσαν ένα είδος ελατηρίων στρέψης. Η επινόηση διατάξεων αποθήκευσης ενέργειας μέσω της συστροφής σχοινιών, η οποία αποδίδεται σε μηχανικούς που εργάζονταν στην υπηρεσία του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β', πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πολλαπλασίασε την ισχύ των καταπελτών.

Με τα μέχρι τότε χρησιμοποιούμενα σύνθετα τόξα δεν ήταν δυνατή η εκτόξευση βλημάτων μεγάλου βάρους, παρά μόνον ελαφρών ακοντίων και μικρών λίθων ή μολύβδινων σφαιρών. Η εισαγωγή και η συνεχής βελτίωση των διατάξεων συνεστραμμένων σχοινιών στους καταπέλτες (που συντελέστηκε κατά τη βασιλεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κυρίως κατά τους ελληνιστικούς και τους ρωμαϊκούς χρόνους) κατέστησαν δυνατή την εκτόξευση λίθων βάρους ως και 80 kg, αν και οι συνηθέστερες μηχανές αυτού του τύπου εκτόξευαν λίθους βάρους 13-26 kg και βέλη/ακόντια μήκους ως και 4 m.

Ο Ρωμαίος μηχανικός Βιτρούβιος αναφέρει υπολογισμούς για καταπέλτες που μπορούσαν να εκτοξεύσουν λίθους βάρους 162 kg, αλλά θεωρείται απίθανο να κατασκευάστηκαν ποτέ τέτοιες γιγαντιαίες μηχανές.Ο στρατός του Φιλίππου Β' ήταν ο πρώτος που συμπεριέλαβε στη σύνθεσή του ειδικό τμήμα μηχανικού εφοδιασμένο με προκατασκευασμένους καταπέλτες. Δεν είναι βέβαιο πάντως αν ήταν οι μηχανικοί του Φιλίππου εκείνοι που κατάφεραν να μειώσουν ακόμη περισσότερο το βάρος και τις διαστάσεις των μηχανών και να κατασκευάσουν πραγματικούς "καταπέλτες εκστρατείας".


Το σίγουρο είναι ότι οι μηχανικοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου πέτυχαν να μειώσουν το βάρος των μηχανών εκείνων σε40 kg περίπου, ενώ κατά την εκστρατεία στην Ασία ο στρατός του Αλεξάνδρου συνοδευόταν από 150ευθύτονα και 25 παλίντονα. Οι μηχανές εκείνες ήταν σχεδιασμένες έτσι ώστε τα βασικά λειτουργικά τους τμήματα να μπορούν να φορτωθούν και να μεταφερθούν από μουλάρια, ενώ τα ογκώδη ξύλινα μέρη τους κατασκευάζονταν επιτόπια από ξυλεία δένδρων. Επειδή η μέθοδος αυτή δεν επέτρεπε την ταχεία χρησιμοποίησή τους σε διάφορες τακτικές περιστάσεις, το μηχανικό του Αλεξάνδρου μετέφερε πάντα έναν αριθμό μηχανών συναρμολογημένων σε άμαξες και έτοιμων για χρήση.

Θα σημειώσουμε εδώ ότι εκτός από τις πολιορκίες οχυρωμένων πόλεων ή θέσεων ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούσε συστηματικά καταπέλτες σε διάφορες τακτικές περιστάσεις στις οποίες η ταχύτητα των κινήσεων δεν ήταν πρωταρχικής σημασίας, όπως η διάβαση ποταμών ή οι επιχειρήσεις σε ορεινές περιοχές. Ο ίδιος ο Μακεδόνας στρατηλάτης είχε τραυματιστεί στον λαιμό από βέλος καταπέλτη κατά την πολιορκία της Γάζας το 332 π.Χ., το οποίο είχε διαπεράσει την ασπίδα και τον θώρακά του.

Το ευθύτονον ήταν ένα όπλο ευθυτενούς τροχιάς, το οποίο χρησιμοποιείτο κυρίως για την εκτόξευση ελαφρών ακοντίων. Τα βασικά του μέρη ήταν ο επιμήκης κορμός και ένας σκελετός τοποθετημένος στο εμπρόσθιο άκρο του, αποτελούμενος από δύο οριζόντια παράλληλα τμήματα,συνδεδεμένα με τέσσερα κατακόρυφα στελέχη, τα οποία σχημάτιζαν τρία "παράθυρα". Από το μεσαίο παράθυρο (από το οποίο εκτοξευόταν το βλήμα) προέβαλε το εμπρόσθιο άκρο του κορμού, ενώ στα δύο ακραία παράθυρα βρίσκονταν δύο κατακόρυφοι άξονες γύρω από τους οποίους είχαν τυλιχθεί σφικτά συνεστραμμένα σχοινιά αποτελούμενα από τένοντες ζώων και ανθρώπινα μαλλιά.

Στα συνεστραμμένα σχοινιά εισέρχονταν δύο άκαμπτα ξύλινα στελέχη, ενωμένα με μία πολύ σκληρή χορδή. Καθώς η χορδή συρόταν προς τα πίσω από το μηχανικό σύστημα όπλισης, τα δύο σχοινιά συστρέφονταν ακόμη περισσότερο, αποθηκεύοντας σημαντική ενέργεια. Ένας μηχανισμός σκανδάλης απελευθέρωνε τη χορδή προκαλώντας την εκτόξευση του βλήματος.Το παλίντονον βασιζόταν στην ίδια αρχή λειτουργίας αλλά ήταν όπλο καμπύλης τροχιάς, με κεκλιμένο κορμό, το οποίο χρησιμοποιείτο για την εκτόξευση λίθων.


Τα παλίντονα ήταν μηχανές μεγάλου μεγέθους,με μήκος 9 m, πλάτος 1,9 m και ύψος 4,5 m, ενώ το βεληνεκές τους υπερέβαινε τα 300 m. Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μετά οι καταπέλτες και οι υπόλοιπες πολιορκητικές μηχανές απέκτησαν αυξανόμενη σημασία, κάτι που φαίνεται και από την καταγραφή και την αναφορά των ονομάτων και των επιτευγμάτων των μηχανικών και των τεχνικών. Ενώ τα ονόματα των μηχανικών του Διονυσίου των Συρακουσών είναι άγνωστα, ήδη από την εποχή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου αναφέρονται τουλάχιστον τρία ονόματα μηχανικών που σχετίζονται με την εξέλιξη των καταπελτών (Πολύδιας, Διάδης και Χαρίας). Ελληνιστικοί και Ρωμαϊκοί χρόνοι.

Κατά τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα επήλθαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, που οφείλονταν κατά σημαντικό μέρος στην εμφάνιση ισχυρών καταπελτών σε συνδυασμό με τη βελτίωση των υπόλοιπων πολιορκητικών μηχανών και τις προόδους της μηχανικής γενικότερα. Κατ' αρχήν για πρώτη φορά σημειώθηκε μια σαφής μετατόπιση πλεονεκτήματος προς όφελος των επιτιθεμένων (πολιορκητών). Μέχρι τότε οι πολιορκητές βρίσκονταν σχεδόν πάντα σε μειονεκτική θέση.Σπάνια επιχειρούσαν κατάληψη οχυρωμένων πόλεων και συνήθως περιορίζονταν στην καταστροφή της γύρω περιοχής. Η κατάληψη οχυρωμένων πόλεων γινόταν συνήθως με προδοσία ή με στρατήγημα.

Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου η κατάσταση αυτή άλλαξε. Ακόμη και η κατασκευή ισχυρών τειχών(ο Φίλων από το Βυζάντιο αναφέρει σε εγχειρίδιο βλητικής του 200 π.Χ. ότι ένα τείχος "έπρεπε να έχει πάχος τουλάχιστον 4,62 m" για να αντέξει τους λίθους που εκτόξευαν οι μεγάλοι καταπέλτες και ότι επιπλέον οι πολιορκούμενοι "καλά θα έκαναν να μην αφήσουν τους λιθοβόλους να πλησιάσουν σε απόσταση μικρότερη των 150 m") δεν αποτελούσε πλέον ασφαλή λύση. Οι επάλξεις των τειχών, οι οποίες είχαν αναγκαστικά μικρότερο πάχος (αλλιώς το οπτικό πεδίο των αμυνομένων θα μειωνόταν δραστικά),ήταν ευάλωτες στους ολοένα και πιο ισχυρούς καταπέλτες.

Η καταστροφή τμήματος των επάλξεων αφαιρούσε την προστασία από τους αμυνόμενους, με αποτέλεσμα αυτοί να απωθούνται και να μειώνεται η αποτελεσματικότητα των "πυρών" τους στις συγκεκριμένες θέσεις. Με τον τρόπο αυτό διευκολυνόταν το έργο των χειριστών των κριών που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ρήγματα στα τείχη. Λέγεται ότιοι μηχανικοί του Αλεξάνδρου και των επιγόνων του χρησιμοποίησαν εντατικά καταπέλτες τοποθετημένους σε πολιορκητικούς πύργους, για την κάλυψη των πληρωμάτων τεράστιων κριών (ο αριθμός των χειριστών των κριών έφθανε μερικές φορές τους 1.800 άνδρες).


Μια από τις σημαντικές εξελίξεις στην τεχνολογία των καταπελτών της ελληνιστικής περιόδου ήταν η τελειοποίηση των διατάξεων συνεστραμμένων σχοινιών, κάτι που φαίνεται από την τυποποίηση των διαστάσεών τους και τη σύνταξη μαθηματικού τύπου ο οποίος συσχέτιζε τη διάμετρο των συνεστραμμένων σχοινιών με το βάρος του εκτοξευόμενου λίθου. Η αναφορά στους πολύπλοκους υπολογισμούς που απαιτούντο (η σύνταξη αυτού του τύπου απαιτούσε ουσιαστικά την επίλυση εξίσωσης τρίτου βαθμού).

Το γεγονός όμως ότι ο εν λόγω τύπος παρέχει αποτελέσματα που προσεγγίζουν σε μεγάλο βαθμό αυτά που λαμβάνονται με την εφαρμογή πολύ μεταγενέστερων και ισχυρότερων μαθηματικών εργαλείων, είναι αξιοθαύμαστο. Σύμφωνα με τον τύπο αυτό η διάμετρος της συνεστραμμένης δέσμης σχοινιών σε δακτύλους (κάθε δάκτυλος ισούται με19,8 mm) ισούται με 1,1 φορές το γινόμενο της κυβικής ρίζας του 100 επί το βάρος του εκτοξευόμενου λίθου σε μνές (437 γραμμάρια).

Οι μέθοδοι (κυρίως γεωμετρικές) τις οποίες επινόησαν μαθηματικοί και μηχανικοί όπως ο Ερατοσθένης, ο Ήρων, ο Φίλων και ο Αρχιμήδης για να προσεγγίσουν σε τόσο μεγάλο βαθμό τη λύση ενός σύνθετου προβλήματος, το οποίο απαιτεί γνώσεις της θεωρίας της ελαστικότητας και των αρχών της βλητικής και εφαρμογή των εννοιών της δυναμικής και της κινητικής ενέργειας, χωρίς τα μαθηματικά της εποχής να παρέχουν τα αντίστοιχα εργαλεία, είναι δείγμα της ιδιοφυΐας τους.

Η αυξανόμενη σημασία των καταπελτών, η ζήτηση και τα κίνητρα που τη συνόδευαν, τροφοδότησαν τις προσπάθειες πολλών από τους ικανότερους μηχανικούς των ελληνιστικών χρόνων για περαιτέρω βελτιώσεις. Μερικές από τις προσπάθειες ήταν αξιοσημείωτες και οδήγησαν σε σημαντικές προόδους τόσο στις εφαρμοσμένες επιστήμες όσο και στα μαθηματικά.


Ο μηχανικός Κτησίβιος, ο οποίος έζησε και εργάστηκε στην Αλεξάνδρεια κατά τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., προσπάθησε να αντικαταστήσει τις διατάξεις συνεστραμμένων ινών, οι οποίες φθείρονταν, σάπιζαν ή παρουσίαζαν μεταβολές στην ελαστικότητά τους λόγω καιρικών συνθηκών και γήρανσης, με δύο εναλλακτικές διατάξεις. Στη μία από αυτές δύο άκαμπτα στελέχη του "τόξου" του καταπέλτη περιστρέφονταν συμπιέζοντας δύο ζεύγηορει χάλκινων ελασμάτων, καθώς οι χειριστές έσυραν προς τα πίσω τη χορδή. Στην άλλη διάταξη τα δύο στελέχη του τόξου ωθούσαν δύο έμβολα τα οποία συμπίεζαν αέρα μέσα σε αντίστοιχους κυλίνδρους.

Καμία από τις διατάξεις αυτές δεν βρήκε πρακτική εφαρμογή, διότι ούτε τα ορειχάλκινα ελάσματα (τα οποία βέβαια είναι κατώτερα από τα χαλύβδινα), ούτε η συμπίεση των μικρών ποσοτήτων αέρα που χωρούσαν οι κύλινδροι μπορούσαν να παρέχουν την αναγκαία ισχύ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ μια παρατήρηση του Κτησίβιου, ο οποίος αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια μιας από τις δοκιμές του "φλόγα καικαπνός ξεπήδησαν από τον κύλινδρο μαζί με το έμβολο", το οποίο είχε συμπιέσει κτυπώντας το με ένα σφυρί. Αν η φλόγα και ο καπνός οφείλονταν στην ανάφλεξη λόγω συμπίεσης (και υπερθέρμανσης) του αέρα, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Κτησίβιος ανακάλυψε μια εκδοχή του φαινομένου στο οποίο βασίζεται η λειτουργία των κινητήρων ντήζελ.

Την ίδια περίπου εποχή ένας άλλος μηχανικός, ο Διονύσιος της Αλεξάνδρειας (η οποία ήταν ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα θεωρητικών και εφαρμοσμένων επιστημών της εποχής), επινόησε αυτό που θεωρείται ως η κορυφαία εξέλιξη των όπλων της κατηγορίας: τον επαναληπτικό καταπέλτη. Ο επαναληπτικός καταπέλτης τροφοδοτείτο από έναν κατακόρυφο γεμιστήρα πάνω από τον ολισθητήρα,μέσα στον οποίο τοποθετούντο τα βέλη, τα οποία κατέρχονταν με τη βαρύτητα. Εύας περιστρεφόμενος κυλινδρικός οδηγός μεταφοράς βελών οδηγούσε ένα βέλος κάθε φορά μέσα στην αύλακα εκτόξευσής του.

Η περιστροφή του οδηγού επιτυγχανόταν με τη βοήθεια μιας διάταξης ελικοειδούς αύλακας και έκκεντρου που ενεργοποιείτο από την κίνηση του ολισθητήρα εμπρός και πίσω. Δεν έχει καταγραφεί προηγούμενη διάταξη αυτού του τύπου και μέχρι τον 16ο αιώνα τουλάχιστον δεν είχε κατασκευαστεί καμία ανάλογης πολυπλοκότητας. Στρέφοντας απλά τους μοχλούς και το βαρούλκο όπλισης προς τη μία και κατόπιν προς την άλλη κατεύθυνση, ο χειριστής κινούσε εμπρός και πίσω τον ολισθητήρα ο οποίος προκαλούσε την περιστροφή του οδηγού μεταφοράς βελών, την αγκίστρωση της χορδής και την ενεργοποίηση της σκανδάλης για την απελευθέρωση του βέλους.


Όσο ο χειριστής τύλιγε και ξετύλιγε το βαρούλκο, ο καταπέλτης γέμιζε, όπλιζε και έβαλλε αυτόματα μέχρι να αδειάσει ο γεμιστήρας του. Στη διάταξη αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά και το σύστημα γραναζιού-επίπεδης αλυσίδας, το οποίο αποδίδεται μερικές φορές στον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα φαίνεται ότι επρόκειτο για ανεστραμμένο γρανάζι (με εσωτερικά δόντια, παρόμοια με αυτά που χρησιμοποιούνται στα αλυσοπρίονα).

Η εκδοχή αυτή στηρίζεται από τις περιγραφές που περιέχονται στο σωζόμενο πρωτότυπο κείμενο, αλλά και από τις σχεδιαστικές απαιτήσεις της κατασκευής.Παρά τα πλεονεκτήματά του ο επαναληπτικός καταπέλτης δεν κατάφερε να αντικαταστήσει τον απλό. Το αντίτιμο για την ευκολία χειρισμών και την ταχυβολία του ήταν το περιορισμένο βεληνεκές. Ωστόσο δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος. Φαίνεται ότι το όπλο ήταν εξαιρετικά ακριβές ως την απόσταση των 200 m (που αποτελούσε το μέγιστο βεληνεκές του) και συγκέντρωνε τις βολές του σε πολύ μικρό χώρο, μη έχοντας την αναγκαία διασπορά η οποία θα του επέτρεπε να αξιοποιήσει την ταχυβολία του κατά μεγάλων σχηματισμών των αντιπάλων.

Λέγεται ότι ένα ομοίωμα του επαναληπτικού καταπέλτη το οποίο κατασκεύασε ο Γερμανός αξιωματικός του πυροβολικού Ερβιν Σραμ στις αρχές του 20ού αιώνα,έριξε δύο βέλη από τα οποία το δεύτερο έσχισε το πρώτο, σε επίδειξη που είχε γίνει παρουσία του αυτοκράτορα της Γερμανίας. Λέγεται ακόμα ότι ένας άλλος λόγος που εμπόδισε τη διάδοση του πρωτοποριακού εκείνου όπλου ήταν η ανησυχία των στρατιωτικών της εποχής για τη σπατάλη πυρομαχικών που θα προκαλούσε, επιχείρημα το οποίο επαναλήφθηκε δύο χιλιετίες μετά εναντίον των επαναληπτικών τυφεκίων.

Η επόμενη σημαντική βελτίωση της οικογένειας των καταπελτών έγινε από Ρωμαίους μηχανικούς κατά τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ., με την αλλαγή του υλικού κατασκευής του σκελετού από ξύλο σε σίδηρο. Η καινοτομία αυτή οδήγησε στη δραστική μείωση του μεγέθους τους, η οποία σε συνδυασμό με την αύξηση της αντοχής της όλης κατασκευής επέτρεψε την τοποθέτηση των καταπελτών πάνω σε τροχούς και την ταχεία μεταφορά τους σε οποιοδήποτε σημείο του πεδίου της μάχης υπήρχε ανάγκη.


Επιπλέον ο νέος, ανοικτού τύπου σκελετός επέτρεψε μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης στα στελέχη του"τόξου", διευκόλυνε δε τον ταχύ εντοπισμό και τη σκόπευση κινούμενων ιδίως στόχων σε μικρότερες αποστάσεις. Η σκόπευση του όπλου γινόταν με την ευθυγράμμιση της αιχμής του βέλους με ένα κατάλληλα ανυψωμένο οπίσθιο σκοπευτικό, τοποθετημένο στο πίσω τμήμα του κορμού. Η ισχύς του τόξου των συνεστραμμένων σχοινιών, η διαδρομή του ολισθητήρα και η γωνία ανύψωσης ήταν υπολογισμένα έτσι ώστε ο χειριστής αφού ευθυγράμμιζε με τη βοήθεια του οπίσθιου σκοπευτικού και της αιχμής του βέλους το όπλο με τον στόχο, μπορούσε να πετύχει τη σωστή τροχιά, εκτιμώντας απλώς την απόσταση που έπρεπε να σύρει προς τα πίσω τον ολισθητήρα (μετρώντας τα "κλικ" του επίσχεστρου).

Μεταξύ των μηχανικών των Ελληνιστικών χρόνων που συνδέθηκαν με την ανάπτυξη των καταπελτών ξεχωρίζουν τα ονόματα του 'Ηρωνα, του Φίλωνα, του Βίτωνα, του Κτησίβιου, του Ερατοσθένη και βέβαια του διασημότερου όλων του Αρχιμήδη. Στον Αρχιμήδη αποδίδεται η κατασκευή του μεγαλύτερου καταπέλτη για τον οποίο υπάρχουν καταγεγραμμένες αναφορές. Επρόκειτο για έναν λιθοβόλο ο οποίος μπορούσε να εκτοξεύσει λίθους βάρους 78 kg. Είναι γνωστό επίσης ότι με βάση τους υπολογισμούς του Αρχιμήδη είχαν κατασκευαστεί ειδικοί καταπέλτες μικρότερου βεληνεκούς για συγκεκριμένες ανάγκες των Συρακουσίων.

Η αποτελεσματικότητα των μηχανών του μεγάλου Έλληνα μαθηματικού και μηχανικού αποτελούν απτή απόδειξη της ικανότητάς του να μετατρέπει τις θεωρητικές συλλήψεις σε πρακτικές κατασκευές. Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδος-Μεσαίωνας Κατά τους επόμενους αιώνες η βαθμιαία παρακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι αρνητικές επιπτώσεις της σε όλα τα επίπεδα της κρατικής οργάνωσης, οδήγησαν σε σταδιακή υποβάθμιση των μαθηματικών γνώσεων και των τεχνικών δεξιοτήτων που απαιτούντο για την παραπέρα εξέλιξη, την κατασκευή και τη συντήρηση πολύπλοκων καταπελτών.

Για τους παραπάνω λόγους εμφανίστηκε και τελικά επεκράτησε ένας νέος και απλούστερος τύπος καταπέλτη, ο οποίος διέθετε ένα μόνο "ελατήριο"από συνεστραμμένο σχοινί και έναν βραχίονα στην άκρη του οποίου υπήρχε μια "κουτάλα" στην οποία τοποθετούντο οι λίθοι που εκτόξευε. Η μηχανή αυτή έγινε γνωστή με την ονομασία όναγρος.Ο όναγρος αποτελείτο από τα εξής τμήματα: έναν βαρύ, ξύλινο ορθογώνιο σκελετό τοποθετημένο στο έδαφος, τον βραχίονα εκτόξευσης και το τμήμα ανάσχεσης που είχε τη μορφή ενός όρθιου ξύλινου"Π", στερεωμένου στο εμπρόσθιο τμήμα του σκελετού και υποστηριζόμενου από λοξές ξύλινες αντηρίδες.


Ο βραχίονας εκτόξευσης τοποθετείτο κατακόρυφα, έτσι ώστε το κάτω τμήμα του να εισέρχεται σε ένα βαρύ συνεστραμμένο σχοινί από ίνες, τεντωμένο μεταξύ των δύο πλευρών του σκελετού. Για την εκτέλεση της βολής ο κατακόρυφος βραχίονας περιστρεφόταν με τη βοήθεια τροχαλίας μέχρι την οριζόντια θέση, συστρέφοντας περισσότερο το σχοινί. Στη συνέχεια οι χειριστές τοποθετούσαν τον λίθο ή τα άλλα βλήματα στην "κουτάλα" του βραχίονα και με τη βοήθεια ενός μηχανισμού σκανδάλης απελευθέρωναν τον βραχίονα, ο οποίος επέστρεφε με μεγάλη ταχύτητα στην κατακόρυφη θέση, κτυπώντας πάνω στην εγκάρσια δοκό του τμήματος ανάσχεσης, και εκτόξευε το βλήμα.

Καθώς ο βραχίονας εκτόξευσης τερμάτιζε πάνω στο τμήμα ανάσχεσης, το πίσω τμήμα του σκελετού του ονάγρου είχε την τάση να ανασηκώνεται με μια κίνηση που θύμιζε το κλώτσημα των οπίσθιων ποδιών του τετράποδου από το οποίο πήρε και την ονομασία του. Η μηχανή αυτή δεν είχε την πολυπλοκότητα ούτε την ακρίβεια των προηγούμενων καταπελτών, η ισχύς εκτόξευσης δεν ήταν ρυθμιζόμενη, ενώ η σκόπευσή της γινόταν κατά προσέγγιση προς την κατεύθυνση του στόχου. Η κατασκευή όμως και η συντήρησή της δεν απαιτούσαν ιδιαίτερα εξειδικευμένους τεχνικούς, ενώ η ισχύς της ήταν επαρκής για την εκτόξευση ενός λίθου βάρους 18-27 kg σε αποστάσεις ως και 400 m.
Ο όναγρος με τη μετέπειτα ονομασία mangonel αποτέλεσε το συνηθέστερο όπλο πολιορκίας κατά τα χρόνια του μεσαίωνα.

Λέγεται ότι από τον 11ο αιώνα κατασκευάζονταν ογκώδεις όναγροι, ικανοί να εκτοξεύουν λίθους βάρους ως και 200 kg. Η εύρεση λίθων κατάλληλου μεγέθους για τον όναγρο αποτελούσε ένα από τα βασικότερα προβλήματα των πολιορκητών. Αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια της Γ' Σταυροφορίας ο βασιλιάς Ριχάρδος μετέφερε λίθους από τη Μεσσήνη για τον "βομβαρδισμό" της Ακρας, ενώ για την καταστολή μιας εξέγερσης στην Ουαλία το 1287 και την ανακατάληψη του κάστρου Νιούκαστλ Εμλυν οι Άγγλοι αναγκάστηκαν να μεταφέρουν με ποταμόπλοια 480 κατάλληλους λίθους από την ακτή του Κάρντιγκαν.

Χρονικά της εποχής αναφέρουν επίσης ότι ο όναγρος διέθετε αρκετά μεγάλη ταχυβολία. Σε χρονικό που αναφέρεται στην κατάληψη της Λισσαβώνας το 1147, περιγράφονται δύο μηχανές αυτού του τύπου, οι οποίες σε διάστημα 10 ωρών εκτόξευσαν 5.000 λίθους, που σημαίνει ότι κάθε μηχανή εκτόξευε έναν λίθο ανά 15 δευτερόλεπτα. Δεν είναι γνωστό αν οι αριθμοί αυτοί ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ούτε σε ποιο βαθμό ισχύουν οι αναφορές του χρονικού ότι "ο εχθρός υπέστη μεγάλη καταστροφή από την ενέργεια εκείνη". Το επόμενο σημαντικό βήμα στην εξέλιξη των καταπελτών φαίνεται ότι έγινε στην Κίνα, το έτος 1000.


Η μηχανή που επινοήθηκε αποτελείτο από έναν βραχίονα μεγάλου μήκους ο οποίος μπορούσε να ταλαντεύεται (να στρέφεται) σε κατακόρυφο επίπεδο στηριγμένος σε έναν όρθιο ξύλινο σκελετό. Η επιλογή του σημείου στήριξης και περιστροφής "διαιρούσε" τον βραχίονα σε δύο τμήματα: στο μεγαλύτερου μήκους οπίσθιο, στο άκρο του οποίου κρεμόταν μια κάλαθος μέσα στην οποία τοποθετούντο τα βλήματα, και στο μικρότερου μήκους εμπρόσθιο, στο άκρο του οποίου υπήρχαν σχοινιά τα οποία τραβούσε συγχρονισμένα μια ομάδα ανδρών.

Μετά την τοποθέτηση του βλήματος οι χειριστές τραβούσαν απότομα προς τα κάτω το εμπρόσθιο άκρο του βραχίονα, αναγκάζοντάς τον να περιστραφεί εκτοξεύοντας το βλήμα. Μια περισσότερο εξελιγμένη έκδοση της μηχανής αυτής παρουσιάστηκε λίγο μετά στην Περσία και κατά τα τέλη του 12ου αιώνα εμφανίστηκε και στην Ευρώπη. Στην τελευταία η μηχανή εξελίχθηκε και βελτιώθηκε περισσότερο, με την αντικατάσταση των ανδρών από αντίβαρα.

Αναφέρεται ότι ένα πολύ μεγάλο trebuchet με το προσωνύμιο Cabulus χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους κατά την πολιορκία του Σατώ Γκαγιάρ (1202-1203). Αναφέρεται επίσης ότι το 1217 ο πρίγκηπας Λουδοβίκος αγόρασε ένα trebuchet "για το οποίο έγινε πολύς λόγος, διότι την εποχή εκείνη ελάχιστες από τις μηχανές αυτές είχαν εμφανιστεί στη Γαλλία" (Histoire des ducs de Normandie et des Roisd'Angleterre, Paris 1840).

Η πρώτη γνωστή αναφορά της λέξης trebuchet και trebuchetarius (κατασκευαστής trebuchet και γενικά πολιορκητικών μηχανών) σημειώνεται το 1228.To trebuchet αποτελούσε την πρώτη πραγματική εξέλιξη στα όπλα της οικογένειας των καταπελτών από την εποχή των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Η μηχανή αυτή λειτουργούσε με τη βοήθεια αντιβάρων, αντί με την αρχή της τάσης ή της στρέψης όπως οι προηγούμενοι καταπέλτες. Η τροχιά των βλημάτων μπορούσε να ρυθμίζεται μετακινώντας τα αντίβαρα ή αυξομειώνοντας το βάρος τους.


Δοκιμές με ομοιώματα που κατασκευάστηκαν τον περασμένο αιώνα, έδειξαν ότι ένα trebuchet με μήκος βραχίονα 16m και αντίβαρα 10 t μπορούσε να εκτοξεύσει λίθους βάρους ως και 150 kg σε απόσταση 300 m. Αναφέρεται ότι κατά το δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνα κατασκευάστηκαν μηχανές της κατηγορίας αυτής με τις οποίες ήταν δυνατή η εκτόξευση λίθων βάρους ως και 450 kg. Το trebuchet, το οποίο αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό τους ονάγρους και τις βαλίστρες ως πολιορκητικές μηχανές, επιβίωσε για δύο περίπου αιώνες.

Κατά τα τέλη του 14ου αιώνα η εισαγωγή των πυροβόλων άρχισε να εκτοπίζει το όπλο αυτό, το οποίο όμως παρέμεινε σε χρήση αρκετά χρόνια μετά την εισαγωγή των πυροβόλων. Ως μηχανή ήταν φθηνή, απλή στην κατασκευή, μπορούσε να εκτοξεύει λίθους και άλλα βλήματα μεγάλου βάρους και ήταν αξιόπιστη (σε αντίθεση με τα πρώτα πυροβόλα, τα οποία αποτελούσαν αρχικά συμπλήρωμα των παλαιότερων πολιορκητικών μηχανών).

Όμως οι πρόοδοι στη σύνθεση της πυρίτιδας και στις μεταλλουργικές τεχνικές γρήγορα επέτρεψαν την κατασκευή πυροβόλων τα οποία μπορούσαν να βάλλουν βαρύτερα βλήματα σε μεγαλύτερες αποστάσεις και η επικράτησή τους οριστικοποιήθηκε μετασχηματίζοντας ριζικά το "πρόσωπο του πολέμου". Κατά το δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνα το trebuchet, ο τελευταίος εκπρόσωπος της οικογένειας των καταπελτών,αποσύρθηκε, σηματοδοτώντας το τέλος μιας τεχνολογίας αλλά και μιας ολόκληρης εποχής.

ΕΙΔΗ ΚΑΤΑΠΕΛΤΩΝ

O ΓΑΣΤΡΑΦΕΤΗΣ (Ο Αρχαιότερος Καταπέλτης)

Πρόκειται για ένα τόξο που ο χειριστής του όπλιζε τοποθετώντας το και πιέζοντάς το μεταξύ της γαστρός του (δηλ. του στομαχιού του) και ενός ακλόνητου εμποδίου. Εξασφάλιζε έτσι την εφαρμογή μεγαλύτερης δύναμης αλλά και διαδρομής στο τέντωμα της χορδής του.Αποτελούνταν από ένα ισχυρό και όχι τόσο εύκαμπτο τόξο που έφερε μια ανελαστική (όπως όλα τα τόξα της αρχαιότητας) χορδή και μια εγκάρσια σε αυτό ξύλινη θήκη («σύριγξ») που έφερε δύο πριονωτές σανίδες στα πλαϊνά της.

Η θήκη είχε το σχήμα της χελιδονοουράς ώστε να γλιστρά με ασφάλεια μια ξύλινη ράβδος («διώστρα»). Η διώστρα έφερε στα πλαϊνά της μέσω αρθρώσεων δύο μικρά στελέχη («κόρακες» ή «επίσχεστρα») που κλείδωναν κατά τον οπλισμό της στις πριονωτές σανίδες. Στο πάνω μέρος της είχε μια ημικυκλική αύλακα όπου τοποθετούνταν το βέλος. Στο πίσω μέρος έφερε το μηχανισμό μανδάλωσης – απομανδάλωσης. Αυτός αποτελούνταν από μια (αρθρωμένη σε δύο ορθοστάτες) μεταλλική αρπάγη («κατακλείς») με δύο δόντια που συγκρατούσαν τη χορδή του τόξου και από μια περιστρεφόμενη χειριστήρια ράβδο («σχαστηρία») που ασφάλιζε ή απελευθέρωνε την αρπάγη.

Ο ΟΞΥΒΕΛΗΣ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ 

Πρόκειται για έναν καταπέλτη που εκτόξευε δύο βέλη ταυτόχρονα. Η ολισθαίνουσα κεντρική ράβδος του («διώστρα») όπλιζε με τη βοήθεια ενός χειροκίνητου βαρούλκου. Η στενή μεταλλική αρπάγη («κατακλείς») συγκρατούσε τις δύο ημιχορδές του τόξου μέσω ενός διάτρητου συνδετήριου ελάσματος. Αυτό εξασφάλιζε ομοιόμορφη κατανομή της δύναμης και στα δύο βέλη κατά την εκτόξευση. Ο καταπέλτης ήταν τοποθετημένος σε μια βάση που του επέτρεπε την οριζόντια και την κατακόρυφη ρύθμιση της γωνίας εκτόξευσης.


Ο ΛΙΘΟΒΟΛΟΣ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ 

Πρόκειται για έναν εκτοξευτή μικρών λίθων. Η θήκη του («σύριγξ») πλαισιωνόταν από δύο επιμήκεις σανίδες που εσωτερικά έφεραν σιδερένιες πριονωτές οδοντώσεις. Η ολισθαίνουσα κεντρική ράβδος («διώστρα») όπλιζε με τη βοήθεια σχοινιών και ενός ισχυρού χειροκίνητου βαρούλκου και ασφάλιζε στις εγκοπές των πριονωτών οδοντώσεων. Η «διώστρα» μετά την εκτόξευση μετακινούνταν πάλι προς τα εμπρός (ώστε να δεχθεί και πάλι τη χορδή του τόξου) με τη βοήθεια ενός μηχανισμού επιστροφής που λειτουργούσε με την ανάστροφη περιστροφή του βαρούλκου. Η χορδή έφερε μια δερμάτινη σφενδόνη και ένα μεταλλικό δαχτυλίδι που αποτελούσε την υποδοχή για την αρπάγη. Ο καταπέλτης είχε μήκος περίπου 3 μ. και εκτόξευε σφαιρικά βλήματα διαμέτρου 10-12 εκ. και βάρους 2 – 3 χγρ.

Ο ΛΙΘΟΒΟΛΟΣ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ (Του Ισιδώρου του Αβυδινού)

Πρόκειται για έναν εκτοξευτή μικρών λίθων. Η θήκη του («σύριγξ») πλαισιωνόταν από δύο επιμήκεις σανίδες που εσωτερικά έφεραν σιδερένιες πριονωτές οδοντώσεις. Η ολισθαίνουσα κεντρική ράβδος («διώστρα») όπλιζε με τη βοήθεια σχοινιών και ενός ισχυρού χειροκίνητου βαρούλκου και ασφάλιζε στις εγκοπές των πριονωτών οδοντώσεων. Η «διώστρα» μετά την εκτόξευση μετακινούνταν προς τα εμπρός (ώστε να δεχθεί και πάλι τη χορδή του τόξου) με τη βοήθεια ενός μικρού περιστρεφόμενου (με χειρομοχλούς) άξονα. Η χορδή ήταν μοιρασμένη σε δύο μέρη που ενώνονταν με μια δερμάτινη σφενδόνη και ένα μεταλλικό δαχτυλίδι που αποτελούσε την υποδοχή για την αρπάγη. Ο καταπέλτης είχε μήκος περίπου 4 μ. και εκτόξευε σφαιρικά βλήματα διαμέτρου 20 – 25 εκ. και βάρους 15 – 20 χγρ.

Ο ΠΑΛΙΝΤΟΝΟΣ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ

Πρόκειται για έναν πανίσχυρο καταπέλτη που εκτόξευε λίθους σε μεγάλες αποστάσεις. Ήταν επινόηση του μηχανικού του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Διάδη του Πελλαίου. Αποτελούνταν από μια στενόμακρη θήκη («σύριγξ») που στο πλάι της έφερε πριονωτές οδοντώσεις και στην κορυφή της πανίσχυρα πλαίσια. Τα πλαίσια συγκρατούσαν τα ειδικά σχεδιασμένα «περίτρητα» (=διάτρητα πλινθία) με τις ευφυείς «χοινικίδες» (=φλάντζες) που με τη σειρά τους στήριζαν μέσω ενός ζεύγους ελατηρίων (της «νευράς») τους δύο αγκώνες που έφεραν τη χορδή.

Η «νευρά» αποτελούνταν από συνεστραμμένες δέσμες σχοινιών από νεύρα ζώων ή μαλλιά γυναικών αλειμμένα με λάδι. Μέσα στη θήκη γλιστρούσε μια κεντρική ράβδος («διώστρα») που είχε τη διατομή της χελιδονοουράς και στο πάνω μέρος της μία αύλακα για την υποδοχή του λίθου. Η «διώστρα» όπλιζε με τη βοήθεια ενός ισχυρού χειροκίνητου βαρούλκου και ασφάλιζε στις εγκοπές των πριονωτών οδοντώσεων. Η ταχεία απελευθέρωσή της επιτυγχανόταν με τη βοήθεια μιας ειδικής αρπάγης.

Ο ΕΥΘΥΤΟΝΟΣ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ (Σκορπιός)

Πρόκειται για έναν ισχυρό καταπέλτη που εκτόξευε βέλη σε μεγάλες αποστάσεις. Αποτελούνταν από μια στενόμακρη θήκη («σύριγξ») που στο πλάι της έφερε πριονωτές οδοντώσεις και στην κορυφή ένα ισχυρό πλαίσιο. Στο πλαίσιο στηρίζονταν μέσω ενός ζεύγους ελατηρίων (της «νευράς») οι δύο αγκώνες που έφεραν τη χορδή. Η «νευρά» αποτελούνταν από συνεστραμμένες δέσμες σχοινιών από νεύρα ζώων ή μαλλιά γυναικών αλειμμένα με λάδι.


Μέσα στη θήκη γλιστρούσε μια κεντρική ράβδος («διώστρα») που είχε τη διατομή της χελιδονοουράς και στο πάνω μέρος της μία αύλακα για την υποδοχή του βέλους. Η «διώστρα» όπλιζε με τη βοήθεια ενός ισχυρού χειροκίνητου βαρούλκου και ασφάλιζε στις εγκοπές των πριονωτών οδοντώσεων. Η ταχεία απελευθέρωσή της επιτυγχανόταν με τη βοήθεια μιας ειδικής αρπάγης. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε από το Μακεδονικό στρατό του Φιλίππου του Β΄ και εξελίχθηκε από το μηχανικό του Μεγάλου Αλεξάνδρου Διάδη τον Πελλαίο.

Ο ΜΟΝΑΓΚΩΝ ΠΑΛΙΝΤΟΝΟΣ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ

Πρόκειται για έναν ισχυρό λιθοβόλο καταπέλτη που πρωτοχρησιμοποιήθηκε από το Μακεδονικό στρατό του Φιλίππου του Β΄. Αποτελούνταν από ένα ισχυρό ξύλινο πλαίσιο και μια μακριά δοκό που το ένα άκρο της στηριζόταν σε ένα είδος ελατηρίου, τη «νευρά» και το άλλο άκρο της έφερε ένα δερμάτινο ιμάντα όπου τοποθετούνταν ο προς εκτόξευση λίθος. Η «νευρά» αποτελούνταν από συνεστραμμένες δέσμες σχοινιών από νεύρα ζώων ή μαλλιά γυναικών. Η δοκός οπλιζόταν με ένα σχοινί που τυλιγόταν σε έναν άξονα που περιστρεφόταν με τη βοήθεια χειρομοχλών και ασφάλιζε μέσω ενός τροχού αναστολής. Η ταχεία απελευθέρωσή της και επομένως η εκτόξευση του λίθου επιτυγχανόταν με τη βοήθεια μιας ειδικής αρπάγης.


Ο ΠΟΛΥΒΟΛΟΣ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ (Του Διονυσίου του Αλεξανδρέως)

Πρόκειται για έναν αυτόματο επαναληπτικό ευθύτονο καταπέλτη που είχε τη δυνατότητα να εκτοξεύει διαδοχικά βέλη και αποτελεί το κορυφαίο επίτευγμα της αρχαιοελληνικής καταπελτικής μηχανικής. Ο καταπέλτης που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό των Ροδίων ήταν εξοπλισμένος με έναν περιστρεφόμενο κύλινδρο που έφερε δυο εγκοπές (μια διαμήκη και μια ελικοειδή) και μια ξύλινη θήκη που έφερε τα προς εκτόξευση βέλη. Επίσης εκατέρωθεν της «σύριγγος» έφερε ζεύγος πεντάγωνων αλυσοτροχών που συνδέονταν με ξύλινη αλυσίδα. 

Ένας πείρος από κάθε αλυσίδα συνδεόταν στο ίδιο σημείο με την ολισθαίνουσα «διώστρα» του καταπέλτη. Η «διώστρα» έφερε ένα λυγισμένο αξονίσκο με την άκρη του να εισέρχεται στο ελικοειδές αυλάκι του υπερκείμενου κυλίνδρου. Με την δεξιόστροφή περιστροφή από το χειριστή του όπλου των χειρομοχλών των οπίσθιων αλυσοτροχών η «διώστρα» κινούνταν αυτόματα μπροστά, ο κύλινδρος περιστρεφόταν αυτόματα αριστερόστροφα ώσπου η διαμήκης εγκοπή του ευθυγραμμιζόταν με το αντίστοιχο άνοιγμα της θήκης των βελών και τότε ένα βέλος έπεφτε στην εγκοπή του κυλίνδρου.

Παράλληλα η χορδή εισερχόταν αυτόματα στην αρπάγη της «διώστρας» και ένας σταθερός πείρος έσπρωχνε αυτόματα τη σκανδάλη και ασφάλιζε την αρπάγη. Με την αριστερόστροφη περιστροφή των αλυσοτροχών η «διώστρα» κινούνταν αυτόματα πίσω, ο κύλινδρος περιστρεφόταν αυτόματα δεξιόστροφα ώσπου η διαμήκης εγκοπή του ευθυγραμμιζόταν με το αυλάκι της «διώστρας» και το βέλος έπεφτε αυτόματα σε αυτό. 

Παράλληλα ένας σταθερός πείρος πίεζε αυτόματα τη σκανδάλη και η αρπάγη ανασηκωνόταν. Τότε η χορδή ελευθερωνόταν αυτόματα και το βέλος εκτοξευόταν. Με τη συνεχή κίνηση πίσω μπροστά των χειρομοχλών με αυτόν τον τρόπο και σε ελάχιστο χρόνο ο χειριστής εκτόξευε διαδοχικά όλα τα βέλη της φαρέτρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Recent Post